Выбрать главу

«Το θέλω πολύ», αποκρίθηκε το αγόρι βουρκωμένο.

Ο Γιενς τον έσφιξε στην αγκαλιά του, φίλησε τη μητέρα του στο μάγουλο και υποσχέθηκε να βρει ένα καλό σπιτικό για το άλογο του Αλεξέι. Κι ύστερα μάνα και γιος έφυγαν μες στη μαύρη τους άμαξα από την οποία είχαν αφαιρεθεί τα χρυσά οικόσημα. Ο Γιενς την κοίταζε να χάνεται στο βάθος, έξω φρενών με τούτη τη χώρα που έδιωχνε τους νέους της.

Πήδηξε στη σέλα κι ο Ήρωας ξεκίνησε με ζωηρό τροτ.

Έξω από την πύλη του μεγάρου περίμενε ένα άσχημο άλογο με άγρια μάτια που πάνω του καθόταν ο Ποπκόφ, ξύνοντας τα γένια του σαν τεμπέλικη αρκούδα.

«Τι διάβολο κάνεις εδώ πέρα;» τον ρώτησε ο Γιενς.

«Μέστειλε η γυναίκα σου».

«Γιατί;»

«Για να σε προσέχω», αποκρίθηκε αυτός κι έκανε μια ξινή γκριμάτσα.

«Δεν πας στο διάβολο κι εσύ!» μούγκρισε ο Γιενς κι έβαλε το άλογο του να καλπάσει.

Εκείνη την ημέρα ογδόντα χιλιάδες εργάτες του Πέτρογκραντ παράτησαν τα εργαλεία τους και κατέβηκαν στους δρόμους. Στο νησί Βασιλιέφσκι έγιναν συμπλοκές κι οι δρόμοι της πόλης γέμισαν βίαιες πορείες. Σύννεφα καπνού γέμισαν τον ουρανό, τρένα, μεταφορικά μέσα και γραμμές παραγωγής παρέλυσαν. Καταστήματα και εργοστάσια κλείδωσαν τις πόρτες τους. Λάβαρα ανέμιζαν παντού. Όπως διέσχιζε τους δρόμους της πρωτεύουσας, ο Γιενς οσμιζόταν το μίσος, την εχθρότητα, την αναρχία, την επιθυμία του κόσμου να καταστρέψει, να κάψει, να σπάσει τα πάντα.

Αυτοκίνητα κείτονταν αναποδογυρισμένα με φανάρια και τζάμια σπασμένα. Πόρτες μαγαζιών κρέμονταν απτους σπασμένους μεντεσέδες τους και τα εμπορεύματα τους λεηλατούνταν. Κιβώτια βότκας αρπαγμένα από τις κάβες φούντωναν τη διάθεση των διαδηλωτών, άντρες με κόκκινα περιβραχιόνια και πρησμένα μάτια άρπαζαντα χαλινάρια του Ήρωα και προσπαθούσαν να πετάξουν κάτω τον καβαλάρη του. Ο Γιενς ένιωθε τη μελαγχολία να τον πνίγει. Τούτη η χώρα που λάτρευε έκοβε μόνη της τις φλέβες της και το αίμα της κυλούσε πηχτό στους δρόμους. Χίλιες περίπου πλούσιες οικογένειες κρατούσαν τούτη την αχανή χώρα στις χούφτες τους επί αιώνες και την έστυβαν σαν λεμόνι. Αυτό θα το πλήρωνε τώρα ολόκληρη η Ρωσία.

Κατάθλιψη έπιασε τον Γιενς καθώς προσπερνούσε το ένα μετά το άλλο λεηλατημένα εργαστήρια και εργοστάσια. Δεν θα χρειάζονταν πολλά κι οι δικοί του εργάτες για ναρχίσουν να γκρεμίζουν τις σήραγγες. Το εργατικό δυναμικό της πόλης είχε αφηνιάσει, κατέστρεφε μηχανήματα, έσπαζε τζάμια, ξήλωνε πόρτες. Όπως τραβούσε για το γραφείο του, ο Γιενς άκουγε συνέχεια πίσω του τις οπλές του αλόγου του Ποπκόφ.

«Τράβα σπίτι σου!» του φώναζε.

Μα το άλογο τον ακολουθούσε πάντα σαν σκιά. Όταν έστριψε στην οδό Λιζκόφσκαγια, του φάνηκε πως έπεσε πάνω σ’ έναν τοίχο. Ο δρόμος ήταν ξέχειλος από άντρες με κόκκινες ταινίες στο στήθος και σιδερένιους λοστούς στα χέρια. Ήταν οι απεργοί των χυτηρίων Ρασπόφ, που διαδήλωναν φωνάζοντας: «Αγώνας για δικαιοσύνη! Θάνατος στους καταπιεστές!» Συγχυσμένος ο Ήρωας σκιρτούσε ανάμεσα στα σκέλια του Γιενς. Τον αναστάτωνε η οσμή του μίσους. Ο μηχανικός του χάιδεψε το λαιμό κι έκανε να τον στρίψει, να γυρίσουν πίσω.

Και τότε άρχισαν τα ουρλιαχτά. Κόκκινες μπέρτες ανέμισαν, σπάθες άστραψαν. Χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά γέμισαν τον αέρα. Καταστροφή, συλλογίστηκε ο Γιενς. Ο τσάρος αποφάσισε να μη διαπραγματευτεί κι έστειλε το στρατό. Πυροβολισμοί ακούστηκαν, φόβος και πανικός κατέλαβε το πλήθος. Ο Γιενς είδε ένα αγόρι να πέφτει και να το τσαλαπατούν. Έσπρωξε μπροστά τον Ήρωα, το φαρδύ στήθος του αλόγου άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και το αγόρι μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια του.

Ο Ποπκόφ φώναξε προειδοποιητικά πίσω του κι ο Γιενς στράφηκε απότομα. Μόλις που πρόλαβε να σκύψει και ν αποφύγει τη σπάθα ενός Ουσάρου. Ο Γιενς είδε τον Ποπκόφ στριμωγμένο με το άλογο του σ’ έναν τοίχο, το μπράτσο του να στάζει αίμα κι έναν ξανθό λοχαγό να σηκώνει τη σπάθα του για να τον ξαναχτυπήσει. Ήταν ο Τσερνόφ. Ο Γιενς έκανε τον Ήρωα να πηδήξει μπροστά σκορπίζοντας τους διαδηλωτές και την τελευταία στιγμή κουτούλησε το μαύρο κέλητα του Τσερνόφ. Η σπάθα του λοχαγού ξέφυγε και αντί να χτυπήσει το λαρύγγι του Ποπκόφ του ξέσκισε το πρόσωπο.

Έξω φρενών ο Γιενς κατέβασε τη γροθιά του στο στήθος του λοχαγού και τον πέταξε από τη σέλα με σπασμένα πλευρά. Ο Ποπκόφ είχε γείρει μπροστά, το αίμα του έτρεχε ποτάμι στο λαιμό του αλόγου του. Ο Γιενς τον στερέωσε με το ένα χέρι και με το άλλο άρπαξε τα χαλινάρια του αλόγου. Η δύναμη του Ήρωα άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους απεργούς που προσπαθούσαν να αντισταθούν στο στρατό.

Οι σιδερένιοι λοστοί ενάντια σε σπάθες και τουφέκια δεν αρκούσαν, αλλά οι εργάτες είχαν αριθμητική υπεροχή. Και οι σέλες των στρατιωτών όλο και άδειαζαν.