Выбрать главу

Σένα πλαϊνό στενό ο Γιενς ξεκαβάλησε κι έπιασε τον ώμο του Ποπκόφ, που ανατρίχιασε. Δόζα τω Θεώ, ζει ακόμα, σκέφτηκε. Προσεκτικά σήκωσε το κεφάλι του Κοζάκου από το λαιμό του αλόγου. Ήταν μια ματωμένη μάζα.

Οργή και θλίψη τον έπνιξαν. Έβγαλε το μαντίλι απ’ το λαιμό του κι έδεσε σφιχτά το πρόσωπο του Ποπκόφ, αφήνοντας ελεύθερο μόνο το ένα μάτι που του είχε απομείνει γερό. Το τεράστιο σώμα του κλυδωνιζόταν επικίνδυνα πάνω στη ράχη του αλόγου, καθώς ο Κοζάκος μόλις που διατηρούσε τις αισθήσεις του.

«Κρατήσου, Ποπκόφ», του είπε ο Γιενς. «Θα σε πάω σπίτι».

Έβγαλε τη ζώνη του και έδεσε τα χέρια του Ποπκόφ γύρω απ’ το λαιμό του αλόγου και κρατώντας τα χαλινάρια του πήδηξε στη ράχη του Ήρωα.

«Πάλι μπερδεύεσαι στα πόδια μου, Φρίις».

Ο Γιενς σήκωσε τα μάτια. Ένας άντρας με σκληρό πρόσωπο και μακρύ πανωφόρι στεκόταν στη μέση του δρόμου μένα τουφέκι στο χέρι κι ένα μικρό στρατό πίσω του. Όλοι τους φορούσαν κόκκινα περιβραχιόνια.

«Φύγε από μπροστά μου, Αρκίν», είπε ο Γιενς που δεν είχε χρόνο για συζητήσεις, και προχώρησε τραβώντας πίσω του το άλογο του Ποπκόφ.

Τουφεκιές ακούστηκαν ξαφνικά σαν μπουμπουνητά στο στενό δρόμο. Ο Γιενς δεν άκουσε τίποτάλλο. Ούτε πονεμένα χλιμιντρίσματα ούτε τίποτα. Ο Ήρωας κατέρρευσε σιωπηλός.

«Όχι, όχι, όχι!» βρυχήθηκε ο Γιενς και πήδηξε από τη σέλα πριν τον πάρει από κάτω το άλογο. Αγκάλιασε τη μουσούδα του Ήρωα, μα τα μάτια του είχαν ήδη θαμπώσει κι η ανάσα του είχε σβήσει. «Όχι!» μούγκρισε ξανά ο Γιενς κι όρμησε στον Αρκίν.

«Την περίμενα καιρό αυτή τη στιγμή», είπε εκείνος μ ένα στραβό μορφασμό, και κατέβασε τον υποκόπανο του τουφεκιού του στο κεφάλι του Γιενς.

 

40

Το χέρι της Βαλεντίνας έτρεμε. Όχι για το βγαλμένο μάτι του Λιεβ Ποπκόφ που βρισκόταν σένα εμαγιέ μπολάκι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Όχι για το αίμα που είχε χάσει, ούτε για το κόκαλο του κρανίου του που διαγραφόταν γυμνό στο μέτωπο του. Ούτε για την προσπάθεια που είχε καταβάλει για να φτάσει μέχρι το σπίτι της και να της αναφέρει τι είχε διαδραματιστεί. Ούτε για το θάνατο του Ήρωα.

Έτρεμε για τον Γιενς.

Είχε καθαρίσει το κεφάλι του Ποπκόφ, είχε αφαιρέσει το κατεστραμμένο μάτι, είχε γεμίσει αντισηπτικό την κόγχη του και τον είχε ποτίσει βότκα μέχρι που εκείνος συνήρθε κάπως και κατάφερε να μιλήσει.

«Τον άρπαξε ο Αρκίν», ψέλλισε ο Κοζάκος.

Με την τρεμούλα της να δυναμώνει, θυμήθηκε το γόνατο του Αρκίν να διαλύεται από μια σφαίρα βγαλμένη απ’ το τουφέκι του Γιενς. Και κατέβασε κι αυτή ένα ποτήρι βότκα.

Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ο Γιενς ήταν η γεύση του αίματος στο στόμα του. Αργά, βασανιστικά, το μυαλό του άρχισε να λειτουργεί και να συναρμολογεί διάφορες εικόνες.

Όταν τα θυμήθηκε όλα, τινάχτηκε κι άνοιξε τα μάτια του.

Βρισκόταν σένα κελί.

Απ’ το ταβάνι κρεμόταν μια λάμπα μέσα σε μεταλλικό κλουβί που έριχνε θαμπό κιτρινωπό φως. Δεν έσβηνε ποτέ.

Την προσοχή του τράβηξε μια μεταλλική πόρτα με μια τρύπα για μάτι και μια θυρίδα κοντά στο πάτωμα για να περνάει το φαγητό. Τούβλινοι οι τοίχοι, ένας κουβάς στη γωνία, ένα εμαγιέ μπολ απέναντι και το στενό ράντζο όπου πάνω του ήταν πεσμένος. Μένα στρώμα που βρομοκοπούσε από κάτω του και μια κουβέρτα από πάνω.

Το κεφάλι του τον πονούσε τραγικά. Το ένα του μάτι δεν έβλεπε καλά κι η αριστερή πλευρά του προσώπου του ήταν πασαλειμμένη ξεραμένα αίματα. Σηκώθηκε και το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Τα κατάφερε όμως να φτάσει μέχρι την πόρτα και να χτυπήσει με τη γροθιά του.

«Αρκίν, γαμημένε μπάσταρδε, άνοιξε την πόρτα!»

Χτυπούσε. Μία ώρα; Δύο; Δεν είχε ιδέα. Το χέρι του τον πόνεσε, το δέρμα του γδάρθηκε. Του είχαν πάρει τα παπούτσια και δεν είχε με τι άλλο να χτυπήσει. Ακουμπώντας την πλάτη του στο κρύο μέταλλο της πόρτας γλίστρησε στο πάτωμα κι άρχισε να σκέφτεται.

Μόνο μια φορά μπήκε στο κελί ο Αρκίν. Οι μέρες περνούσαν κι ο Γιενς άκουγε άλλες μεταλλικές πόρτες νανοίγουν, πόδια να σέρνονται στους διαδρόμους, τους φύλακες να φωνάζουν, και κάποιες φορές κρατούμενους να κλαψουρίζουν.

Και ουρλιαχτά που διακόπτονταν απότομα.

Ο Γιενς ζούσε μόνος μέσα σένα λυκόφως. Ποτέ του δεν έβλεπε κανέναν. Δυο φορές την ημέρα φαγητό και νερό έμπαιναν απ’ τη θυρίδα στη βάση της πόρτας - νερουλός χυλός το πρωί, σούπα το βράδυ. Όταν υπήρχε και κανένα κομμάτι λάχανο, είχε γιορτή. Κάθε πρωί περνούσε τον κουβά του από την ίδια θυρίδα, του τον άδειαζαν, και πλενόταν με λίγο από το νερό που του έδιναν για να πιει. Ήταν κάτι πολύτιμο το νερό. Βουτούσε τακροδάχτυλά του στο μπολ και πλενόταν σαν γάτα, με το μυαλό του στις αμέτρητες φορές που ξόδευε ασυλλόγιστα το νερό. Τώρα υπολόγιζε την κάθε σταγόνα, όπως η φτωχολογιά που ζούσε στις τρώγλες.