Выбрать главу

Κάθε μέρα περίμενε να εμφανιστούν οι φύλακες, άντρες με βαρείς σιδερένιους λοστούς και χοντρές γροθιές. Μα δεν ερχόταν κανείς. Κι έτσι, όταν ύστερα από τέσσερις βδομάδες, κατά τις οποίες μοναδική του συντροφιά ήταν οι σκέψεις του κι οι μυρωδιές του κορμιού του, μπήκε ο Αρκίν στο κελί του, ο Γιενς παραλίγο να του χαμογελάσει. Ανακάθισε όμως στο στρώμα του, ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο και τον κοίταξε σιωπηλός. Πίσω από τον Αρκίν στέκονταν τρεις ένστολοι φύλακες με ραβδιά και αλυσίδες στα χέρια.

«Γιενς Φρίις», είπε ο Αρκίν κι ήταν σαν να τον έφτυνε.

«Ήρθα γιατί πρέπει να μάθεις κάτι».

Ο Γιενς σηκώθηκε. Ήταν πιο ψηλός από τον Αρκίν, πράγμα που ανάγκασε τον τελευταίο να κοιτάξει προς τα πάνω.

«Το μόνο πράγμα που θέλω να μάθω είναι πότε θα φύγω απαυτή την ποντικότρυπα».

«Μη βιάζεσαι. Εδώ θα είναι το σπίτι σου για μεγάλο διάστημα». Το βλέμμα του σκοτείνιασε καθώς άγγιζε το γόνατο του. «Όπως για μεγάλο διάστημα θα μου θυμίζει εσένα τούτο το γόνατο».

«Αν μου είχε επιτραπεί να κάνω το δικό μου, θα είχα διαλύσει τα μυαλά σου κι όχι το γόνατο σου».

Για μια στιγμή ο Γιενς νόμισε πως έτσι που τινάχτηκε ο Αρκίν θα έχανε τον αυτοέλεγχο του και θα του ορμούσε.

Κάτω από την αλαζονική έκφραση του, ο θυμός έβραζε, το βλέπε στα γκρίζα του μάτια.

«Λοιπόν, τι ήρθες να μου πεις;» απαίτησε να μάθει.

«Θέλω να ξέρεις ότι πλάγιασα με τη γυναίκα σου σεκείνη την ίζμπα στους βάλτους».

«Λες ψέματα».

«Αλήθεια λέω».

«Είσαι ένας βρομερός ψεύτης. Η Βαλεντίνα σε σιχαίνεται. Θα σου έβγαζε τα μάτια πριν την αγγίξεις».

«Δική της ήταν η ιδέα. Και το απόλαυσε».

Ο Γιενς όρμησε αιφνιδιαστικά πάνω του κι η γροθιά του προσγειώθηκε στο στόμα του που σάρκαζε. Οι φύλακες τον κοπάνισαν με τα ραβδιά τους, αλλά εκείνος είχε την ικανοποίηση να δει αίμα να τρέχει από το στόμα του Αρκίν.

Αυτός το σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του και είπε: «Την ξέρω, Φρίις, έχω μάθει κάθε εκατοστό του κορμιού της. Ξέρω την ελιά στο μηρό της, την έχω φιλήσει. Κι εκείνο το λευκό σημαδάκι στο πλευρό της, το έχω πιπιλήσει μέχρι που την έκανα να βογκάει. Τον πυκνό μαύρο θάμνο πάνω από το υγρό κέντρο της ύπαρξης της τον έχω γλείψει, καθώς έβαζα το δάχτυλο μου μέσα στο.»

Έτσι και οι τρεις φύλακες δεν είχαν τυλίξει με τις αλυσίδες τους τον Γιενς, θα τον είχε σκοτώσει τον Αρκίν.

«Φύγε από δω!»

Χαμογελώντας ικανοποιημένα ο Βίκτορ Αρκίν βγήκε κουτσαίνοντας απ’ το κελί.

Η Βαλεντίνα έψαχνε νύχτα και μέρα για τον Γιενς επί οκτώ μήνες. Άνθρωποι εξαφανίζονταν καθημερινά από την πόλη - τη μια μέρα ήταν δίπλα σου, την άλλη πουθενά. Κι έτσι, κανείς δεν ήθελε να ξέρει τίποτα, φοβόντουσαν όλοι για τον εαυτό τους. Συμμορίες όργωναν τους δρόμους, άνοιγαν φυλακές, έσφαζαν αστυνομικούς. Μέγαρα πυρπολήθηκαν, δικαστήρια, τα γραφεία της Μυστικής Αστυνομίας. Τους πράκτορες της Οχράνας τους κρεμούσαν από τα φώτα των δρόμων που ήταν ντυμένοι με κόκκινα λάβαρα και πανό που έγραφαν: «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΣ» και «ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΛΑΟ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ».

Η Βαλεντίνα πήρε τέτοια προσεκτικά μέτρα που ο κόσμος έπαψε να την αναγνωρίζει. Φορούσε απλά χωριάτικα ρούχα και σάλι, μαντίλα στο κεφάλι και χοντρές αρβύλες με καρφιά. Αδυνάτισε, τα μαγουλά της βούλιαξαν και χλόμιαναν, έγινε ίδια με τις εργάτριες που τριγύριζαν στους δρόμους. Έμαθε να βαδίζει καμπουριαστά, με σκυμμένο κεφάλι, για να μη βλέπει κανείς το θυμό που σπίθιζε στα μάτια της. Φιλούσε τη Λίντια, την κλείδωνε στο δωμάτιο της με τα τρενάκια και τα βιβλία της κι έβγαινε στους δρόμους. Μα δεν έβρισκε ούτε έναν άνθρωπο που να ξέρει κάτι για κάποιο Δανό μηχανικό ονόματι Γιενς Φρίις.

Στις 2 Μαρτίου 1917ο τσάρος Νικόλαος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Μαζί με την οικογένεια του τέθηκε σε κατοίκον περιορισμό στο Τσάρσκογιε Σέλο, κι αργότερα μεταφέρθηκαν με τρένο στη Σιβηρία. Η Βαλεντίνα είδε το Πέτρογκραντ ναλλάζει, να γίνεται κατακόκκινο: Κόκκινα περιβραχιόνια, κόκκινες ταινίες, κόκκινες κονκάρδες στα καπέλα. Επικεφαλής της νέας προσωρινής κυβέρνησης μπήκε ο Αλεξάντερ Κερένσκι, που έβλεπε πανικόβλητος την πόλη να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Ο Γενικός Διοικητης του στρατού στρατηγός Κορνίλοφ αποπέμφθηκε και ο πόλεμος με τη Γερμανία έφερνε τη μια ήττα μετά την άλλη, μέχρι που ο ρωσικός λαός ικέτευε γονατιστός να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.

Ήταν ένα καλοκαίρι χάους.

Το χάος που βασίλευε στην καρδιά της Βαλεντίνας, όμως, ήταν ακόμα πιο μεγάλο. Τούτη η καρδιά είχε ξεχάσει τι θα πει να είναι ζωντανή. Έμνησκε σιωπηλή και άδεια, χωρίς σταγόνα αίμα, ένα νεκρό κύτταρο βαρύ σαν μολύβι. Αυτό μήπως να σημαίνει ραγισμένη καρδιά; Το παράξενο ήταν πως τα μάτια της θυμόντουσαν αυτά που είχε ξεχάσει η καρδιά της. Τις νύχτες στο κρεβάτι χωρίς τον Γιενς έτρεχαν δάκρυα πικρά. Το κορμί της αποθυμούσε με οδύνη το δικό του, τη δύναμη του μέσα της. Έσφιγγε πάνω της με μανία τα σεντόνια κι οσμιζόταν τη μυρωδιά του, ώρες ατέλειωτες, νύχτες αξημέρωτες. Φορούσε το δικό του νυχτικό, τις δικές του κάλτσες, στερέωνε με την καρφίτσα της γραβάτας του το μαντίλι στο λαιμό της. Χτενιζόταν με τη δική του βούρτσα, έβαζε την κολόνια του, χρησιμοποιούσε τη δική του οδοντόβουρτσα.