Τον Λιεβ Ποπκόφ δεν τον ξανάδε ύστερα από κείνη τη μέρα που του έδεσε το τραυματισμένο του κεφάλι. Δεν της έλειπε. Παρόλο που του είχε πει ότι δεν τον κατηγορούσε για την εξαφάνιση του άντρα της και παρόλο που εκείνος της είχε πει ότι δεν κατηγορούσε αυτή για την απώλεια του ματιού του, έλεγαν κι οι δυο ψέματα.
Κι έτσι η Βαλεντίνα έψαχνε συνέχεια για τον Γιενς.
Πήγε ξανά στο παλιό σπίτι της Βάρενκας, μα ο φιλικός νεαρός με την Τσιγγάνα γυναίκα ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν ακουστά κανέναν Βίκτορ Αρκίν. Ούτε και σεκείνο το υπόγειο υπνωτήριο βρέθηκε κανείς που να τον ξέρει. Πήγε και στην εκκλησία του ψεύτη παπά. Της είπαν πως άντρες του τσαρικού στρατού τον είχαν μαστιγώσει μέχρι θανάτου μπροστά στα μάτια της κόρης του. Καρφίτσωσε στο στήθος της μια κόκκινη κονκάρδα και πήγαινε σε όλες τις πολιτικές συγκεντρώσεις που μάθαινε ότι γίνονταν. Χαμογελούσε σε ανθρώπους που μισούσε, συζητούσε με άντρες που ήθελαν να σκοτώσουν όλους τους υπουργούς της κυβέρνησης, έπιανε κουβέντα με εργάτριες στα λαϊκά μπαρ, μέχρι που έπαιξε και πιάνο σένα από δαύτα.
Κανείς δεν ήξερε τον Αρκίν. Μα τι είχε γίνει; Μήπως είχε γυρίσει στη Μόσχα κουβαλώντας μαζί του και τον Γιενς; Πού είσαι, Γιενς; Μερικές φορές ο Αρκίν παρακολουθούσε την Ελιζαβέτα και τη Βαλεντίνα.
Το έκανε όταν τον κούραζαν μέχρις αηδίας οι συγκεντρώσεις κι οι συνελεύσεις, οι φωνές και τα επιχειρήματα εκείνων που προσπαθούσαν να επιβάλουν τη δική τους θέληση, προβάλλοντας νέες ιδέες, νέα σχέδια, νέους κανόνες. Ο Κερένσκι είχε στραφεί κατά των μπολσεβίκων, είχε καταστρέψει το τυπογραφείο της εφημερίδας τους, της Πράβδας, και τα γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής τους.
Είχε διατάξει τη σύλληψη του Ζινόβιεφ και του Καμένεφ, επειδή έκαναν αντιπολεμική προπαγάνδα, κι ακόμα και του Λένιν, που είχε αναγκαστεί να αρχίσει ξανά να κρύβεται.
Κόντευε, όμως, η ώρα. Τούτο το χάος δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Η Κόκκινη Φρουρά που αριθμούσε είκοσι πέντε χιλιάδες μαχητές στο Πέτρογκραντ, με την υποστήριξη των ναυτών του στόλου της Βαλτικής, είχε καταφέρει να νικήσει το στρατηγό Λαβρ Κορνίλοφ που αποπειράθηκε να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία. Ο Αρκίν καιγόταν ολόκληρος από την επιθυμία να καταλάβουν ολόκληρη τη χώρα οι μπολσεβίκοι μένα αιματηρό πραξικόπημα, που θα έβαζε τέλος σε τούτη τη δήθεν κυβέρνηση του Κερένσκι.
Και σένα μυστικό δωμάτιο, είχε εκφράσει στον Λένιν την ανάγκη να εξοντώσουν όλα τα άλλα επαναστατικά κόμματα. Τέρμα οι μενσεβίκοι, οι σοσιαλεπαναστάτες, οι συνταγματικοί δημοκράτες. Ένα μόνο κόμμα μπορούσε να κυβερνήσει τη χώρα - κι αυτό ήταν οι μπολσεβίκοι. Η Ρωσία χρειαζόταν σιδερένια πυγμή.
Γι’ αυτό είχε επιστρέψει στο Πέτρογκραντ ο Αρκίν, για να βρίσκεται στο πλευρό του Βλαντιμίρ Λένιν, για να φροντίσει να σαπίσουν οι αντίπαλοι επαναστάτες ηγέτες στο Φρούριο των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Κάποιες στιγμές, όμως, όταν ένιωθε κουρασμένος και το γόνατο του τον πονούσε πιο πολύ από,τι συνήθως, παρακολουθούσε την Ελιζαβέτα και τη Βαλεντίνα στους δρόμους. Η Βαλεντίνα ήταν έξυπνη. Σωστός χαμαιλέων. Μεταμφιεζόταν σε εργάτρια, σε χωριάτισσα, και νόμιζε πως δεν θα την αναγνωρίσει κανείς. Κι ωστόσο είχε ομορφύνει ακόμα πιο πολύ μες στα χρόνια που εκείνος βρισκόταν στη Μόσχα, είχε γίνει πιο αισθησιακή, περισσότερο ποθητή.
Η Ελιζαβέτα, που τριγύριζε ακόμα με τα μετάξια και τις γούνες της, ήταν εύκολος στόχος για κάθε άντρα με κόκκινο περιβραχιόνιο που αποζητούσε εκδίκηση. Ωστόσο βάδιζε πάντα με το κεφάλι ψηλά. Ο Αρκίν την είχε προειδοποιήσει. Την είχε ικετέψει. Εκείνη απλώς είχε χαμογελάσει και τον είχε φιλήσει για να του κλείσει το στόμα.
«Είμαι αυτή που είμαι. Κι εσύ είσαι αυτός που είσαι», του είχε πει ψιθυριστά. «Ας μην το σκαλίζουμε».
Κι έτσι εκείνος είχε πάψει να το σκαλίζει. Δεν τολμούσε να ρωτήσει την Ελιζαβέτα για το παιδί, που δεν το έβλεπε ποτέ μαζί τους. Λες κι η Βαλεντίνα το κρατούσε κρυμμένο.
Η Βαλεντίνα με τη Λίντια στο πλευρό της καθόταν στο σαλόνι των γονιών της και τους ικέτευε να φύγουν από το Πέτρογκραντ όσο ακόμα το μπορούσαν.
«Βαλεντίνα», της απάντησε ο πατέρας της, «εδώ είναι το σπίτι μας. Αυτή είναι η χώρα μας. Δεν φεύγω».
«Μπαμπά, σε παρακαλώ, δεν υπάρχει ασφάλεια εδώ».
Εκείνος αγριοκοίταξε το χαλί. Οι ρυτίδες στο πρόσωπο του ήταν πια μόνιμες. Όπως κι όλοι οι άλλοι, είχε χάσει βάρος τους τελευταίους μήνες. Μαζί με τα κιλά του, είχαν χαθεί και διάφορα πράγματα από το σαλόνι. Τα δυο χρυσά κηροπήγια, ο παμπάλαιος σεντεφένιος πυρομάχος από το τζάκι. Τα είχε κρύψει κάπου μέχρι να περάσει το κακό; Ή είχαν πουληθεί; «Εμένα δεν με τρομάζουν αυτοί οι μπολσεβίκοι», είπε ο Ιβάνοφ.