Выбрать главу

«Ευχαριστώ», είπε η Βαλεντίνα.

Μπροστά της βρίσκονταν τρία χαμίνια: δυο ολόιδια αγόρια κι ένα κορίτσι με βρόμικα ξανθά μαλλιά. Τα δίδυμα ήταν νευρικά, ντυμένα με κουρελιασμένα ρούχα. Τα παντελόνια τους δεν έφταναν στους αστραγάλους τους. Το κορίτσι ήταν πιο μικρό και κοίταζε το αναπηρικό καροτσάκι με μάτια γουρλωμένα από περιέργεια.

«Η μητέρα σας είναι εδώ;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

Το κορίτσι έδειξε μια πόρτα χωρίς να πάρει το βλέμμα απ’ το καροτσάκι.

«Ποδήλατο είναι αυτό;» ψιθύρισε.

Ένα από τα αγόρια της έδωσε μια δυνατή καρπαζιά.

«Χαζή είσαι, Λιούμπα; Είναι για ανάπηρους».

Η Βαλεντίνα άνοιξε την πόρτα που της είχε δείξει το κορίτσι κι έσπρωξε το καροτσάκι μέσα σένα μικρό δωμάτιο που ήταν ελάχιστα πιο ζεστό απ’ ό,τι απέξω. Ένα λεκιασμένο σεντόνι ήταν κρεμασμένο μπροστά στο μοναδικό παράθυρο κάνοντας γκρίζο το φως που το διαπερνούσε. Το δωμάτιο μύριζε υγρασία και άπλυτα κορμιά.

«Συγγνώμη που ενοχλώ».

Μια γυναίκα καθισμένη στην άκρη ενός στενού κρεβατιού θήλαζε ένα βρέφος. Τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα, το κορμί της κοκαλιάρικο σαν γριάς, αλλά τα μάτια της ήταν ακόμα φωτεινά, νεανικά. Φορούσε γάντια με κομμένα δάχτυλα κι ένα καφέ μαντίλι στο κεφάλι. Κουμπώθηκε βιαστικά.

«Τι θέλετε;» ακούστηκε κουρασμένη η φωνή της.

«Η αδελφή μου κι εγώ χρειαζόμαστε βοήθεια». Ωστόσο, ήταν ολοφάνερο πως τούτη η γυναίκα δεν είχε τίποτα να τους δώσει. «Η αδελφή μου έχει παγώσει. Χρειάζεται ζεστασιά. Λίγο ζεστό φαγητό».

«Και τα παιδιά μου χρειάζονται ζεστό φαγητό», αποκρίθηκε ξερά η γυναίκα, «μα δεν έχουν».

Η Βαλεντίνα ένιωσε αόριστα ένοχη, κι ας μην ήταν δικό της φταίξιμο που οι κοιλιές των παιδιών ήταν άδειες.

Έπιασε τα παγωμένα χέρια της Κάτιας και τα τρίψε δυνατά. Η γυναίκα ακούμπησε το μωρό στο κρεβάτι και πήγε σε μια μικρή μαύρη σόμπα που βρισκόταν στη γωνία.

Άνοιξε το πορτάκι της και μια μικροσκοπική φλόγα χοροπήδησε ελάχιστα. Πώς να μην κάνει τόσο κρύο εδώ μέσα; Η γυναίκα έπιασε με τη μασιά μια βαριά πέτρα από το εσωτερικό της σόμπας, την τύλιξε σε μια μαυρισμένη πετσέτα και την ακούμπησε στα γόνατα της Κάτιας. Εκείνη έχωσε μονομιάς τα χέρια της μέσα στην πετσέτα.

«Δεν μπορείς να ρίξεις κι άλλα ξύλα στη φωτιά;» είπε η Βαλεντίνα.

«Όχι».

«Έχω χρήματα».

Τα τρία παιδιά ήρθαν πιο κοντά. Το κορίτσι άπλωσε τη χούφτα του.

«Μπορούμε ν’ αγοράσουμε ξύλα».

Η Βαλεντίνα ήταν αναγκασμένη να τους εμπιστευτεί.

Έβγαλε δέκα λευκά χαρτονομίσματα των δέκα ρουβλιών από το πορτοφόλι που είχε στην τσέπη της. Ήταν βέβαια πάρα πολλά για καυσόξυλα.

«Να φέρεις και λίγα τρόφιμα», είπε. «Γρήγορα!»

Μονομιάς εξαφανίστηκαν και τα τρία παιδιά.

«Έλα, πάρε». Η γυναίκα της έτεινε την κουβέρτα που σκέπαζε το κρεβάτι. Η Βαλεντίνα την κοίταξε. Θα ήταν γεμάτη ψείρες.

«Σπασίμπα. Ευχαριστώ». Την πήρε και την τύλιξε γύρω απ’ το κορμί της αδελφής της. Η γυναίκα την παρακολουθούσε άγρυπνα, και για πρώτη φορά η Βαλεντίνα αναρωτήθηκε πόσο κόστιζε αυτό το αναπηρικό καροτσάκι. Όσα έβγαζε η οικογένεια τούτης της γυναίκας σένα μήνα; Σ ένα χρόνο; Δεν είχε ιδέα. Τούτο το ελεεινό μέρος ήταν πιο μικρό απ’ την κρεβατοκάμαρα της και σε άθλια κατάσταση.

Ένα κομμάτι του ταβανιού κρεμόταν σπασμένο κι ο ένας τοίχος ήταν γεμάτος μαύρη μούχλα. Η υγρασία την περόνιαζε.

«Σ’ ευχαριστώ που μας βοηθάς», είπε με αληθινή ευγνωμοσύνη. «Οι απεργοί επιτέθηκαν στο εστιατόριο που τρώγαμε. Η αδελφή μου κι εγώ το σκάσαμε, αλλά χωρίς τα παλτά μας».

Η γυναίκα έδειξε με το κεφάλι την Κάτια.

«Άρρωστη είναι;»

«Έπαθε ένα ατύχημα».

Το μωρό άρχισε να κλαψουρίζει κι η γυναίκα είπε: «Σήκωσέ τη».

Η Βαλεντίνα κοίταξε την μπαλίτσα πάνω στο κρεβάτι που έκλαιγε και κουνιόταν.

«Σήκωσέ τη». Η φωνή της γυναίκας ήταν πιο κοφτή αυτή τη φορά.

«Τι;»

«Θέλεις τη βοήθεια μου. Σ’ αντάλλαγμα θέλω κι εγώ τη δική σου. Θέλω μια στιγμή γαλήνης για το παιδί μου». Χαμογέλασε κι έδειξε πιο νέα. «Μην ανησυχείς, δεν θα κλέψω το καροτσάκι της αδελφής σου».

Η Βαλεντίνα ένιωσε τα μαγουλά της να κοκκινίζουν καθώς έσκυβε να σηκώσει το μωρό. Και την Κάτια την έπαιρνε στην αγκαλιά της όταν ήταν μωρό, μα εκείνη δεν μύριζε έτσι άσχημα. Τούτο το μωρό δεν είχε καθόλου σχεδόν μαλλιά και τα πόδια του ήταν σαν ξυλαράκια.

«Βαλεντίνα», ακούστηκε ξέπνοη η φωνή της Κάτιας, «δώσμου τη να την κρατήσω».

Η Βαλεντίνα πλησίασε με το μωρό το καροτσάκι, αλλά δεν το έδωσε στην αδελφή της.

«Είναι βρόμικο», μουρμούρισε. «Δεν θα ήθελες να.»

Τα μάτια της Κάτιας όμως είχαν γεμίσει αποθυμιά. Έτσι η Βαλεντίνα ακούμπησε το μωρό στην ποδιά της αδελφής της και της ήρθε αναγούλα όταν εκείνη έσκυψε και φίλησε το κοκαλιάρικο κεφάλι του. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της Κάτιας. Γύριζε από κάπου πολύ μακριά.