«Θα πρεπε να σε τρομάζουν», αντιμίλησε η μητέρα, που ωστόσο δεν έδειχνε καθόλου τρομαγμένη η ίδια. Ήταν ντυμένη μένα σκούρο μεταξωτό φόρεμα, χωρίς μαργαριτάρια ή οποιοδήποτε άλλο κόσμημα. Ήταν κι αυτή προσεκτική με το δικό της τρόπο. «Όλους μας πρέπει να μας τρομάζουν όχι αυτά που έχουν κάνει, αλλά αυτά που θα κάνουν».
Ο Ιβάνοφ την κοίταξε έκπληκτος.
«Εσύ πώς ξέρεις τι έχουν σκοπό να κάνουν;»
«Διαβάζω τις εφημερίδες, ακούω συζητήσεις. Μας κυνηγάνε και μας σκοτώνουν έναν έναν. Μας παίρνουν τα σπίτια μας. Ζήτημα χρόνου είναι.»
«Μαμά, δεν τους μισείς;»
«Όχι. Πολεμάνε γιαυτά που πιστεύουν, όπως κι εμείς ζούμε σύμφωνα μαυτά που πιστεύουμε».
Ο άντρας της χλιμίντρισε ενοχλημένος κι η Βαλεντίνα σηκώθηκε και τον πλησίασε.
«Μπαμπά, να μη βγαίνεις απ’ το σπίτι». Του άγγιξε το χέρι κι εκείνος έπιασε το δικό της και το σφίξε. Η Βαλεντίνα έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Να προσέχετε, κι εσύ κι η μαμά».
«Εσύ αυτό κάνεις με τούτα τα γελοία ρούχα; Ποτέ μου δεν περίμενα η κόρη μου κι η εγγονή μου να φοράνε τέτοια κουρέλια».
«Παππού», είπε η Λίντια και χαμογέλασε σαν τον πατέρα της, «να φορέσεις ντρίλινο πουκάμισο και πάνινο σκουφί. Αστείος που θα είσαι!»
Γέλασαν όλοι. Θα το θυμόταν αυτό το τελευταίο τους γέλιο η Βαλεντίνα.
Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν ο καιρός ψύχρανε ξανά. Η Βαλεντίνα άρχισε να ετοιμάζει το σπίτι της. Κάλεσε έναν έμπορο επίπλων και του δώσε τα περισσότερα πράγματα της με αντάλλαγμα ένα χοντρό πάκο χαρτονομισμάτων.
Αυτά πήγε αμέσως και ταντάλλαξε με χρυσά νομίσματα και διαμάντια, γιατί ήξερε πως σύντομα το χαρτονόμισμα δεν θα είχε καμιά αξία. Τόσο ο έμπορος όσο και ο κοσμηματοπώλης τη λήστεψαν, αλλά δεν ήταν σε θέση να τους αντισταθεί.
Απέλυσε όλους τους υπηρέτες, γέμισε το σπίτι με άνευ αξίας κρεβάτια, καρέκλες και ντουλάπια, και κλείδωσε όλα τα πράγματα της Λίντιας και τα δικά της σε δυο δωμάτια πάνω. Κράτησε τα σύνεργα του Γιενς, το σχεδιαστήριο του, μερικά απτα ρούχα του, κανένα απτα βιβλία του, ένα γερό ζευγάρι παπούτσια και μερικά προσωπικά του αντικείμενα. Όλα τάλλα τα έδιωξε. Η Λίντια, καθισμένη στην ποδιά της με το τρενάκι και τους κύβους της αγκαλιά, την άκουγε να της μιλάει σοβαρή.
«Πρέπει να γίνουμε ίδιοι μαυτούς», της εξήγησε η Βαλεντίνα. «Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να μας πετάξουν από το σπίτι μας, γιατί μετά δεν θα ξέρει πού να μας βρει ο μπαμπάς».
«Θα γυρίσει σύντομα;»
«Ναι, άγγελε μου. Σύντομα».
Τα ελαφίσια μάτια της κόρης της πετάρισαν.
«Μαμά, τώρα είμαι πέντε χρόνων».
«Το ξέρω».
«Είμαι σχεδόν μεγάλη».
Η Βαλεντίνα χαμογέλασε.
«Πράγματι».
«Γι’ αυτό, μαμά, πρέπει να μου πεις την αλήθεια».
«Ασφαλώς».
«Πότε θα γυρίσει ο μπαμπάς;»
«Σύντομα».
Το χειρότερο ήταν με το μεγάλο πιάνο. Όταν το έδιωξε, ήταν σαν να της έκοβαν ένα μέλος. Αφού το γυάλισε μέχρι που το έκανε ναστράφτει, έπαιξε για μια τελευταία φορά εκείνο το «Νυχτερινό» του Σοπέν. Η Λίντια, καθισμένη στο πάτωμα, έβαλε τα κλάματα.
«Είναι το αγαπημένο του μπαμπά», ψιθύρισε.
Κι ύστερα οι χαμάληδες σήκωσαν το πιάνο και το κουβάλησαν μακριά.
Ξένοι άνθρωποι ήρθαν να μείνουν στο σπίτι. Άνθρωποι που γέμισαν λάσπες το γυαλισμένο παρκέ, που δεν ήξεραν τι είναι ο διακόπτης του ηλεκτρικού ή πώς χρησιμοποιούν το καζανάκι της τουαλέτας. Η Βαλεντίνα κλειδώθηκε στα δύο της δωμάτια και κουκουλώθηκε στο κρεβάτι της φορώντας το νυχτικό του Γιενς που πια είχε χάσει τη μυρωδιά του. Είχε χάσει το σπίτι του, είχε χάσει ταγαπημένα του βιβλία, και τώρα έχανε και τη μυρωδιά του.
Από τα κατάβαθα της ψυχής της βγήκε ένα σπαρακτικό βογκητό.
Καθισμένη στο πάνω κεφαλόσκαλο, η Λίντια αγκάλιαζε τα γόνατα της και κοιτούσε δυο ξυπόλητα αγόρια κάτω στο χολ να παίζουν ποδόσφαιρο με την υδρόγειο του πατέρα της.
«Βίκτορ, μην της κάνεις κακό».
«Ελιζαβέτα, δεν θα βλάψω ποτέ την κόρη σου, στο έχω υποσχεθεί. Μόνο χάρη σεσένα ζει ακόμα ο άντρας της».
«Μην αφήσεις να της κάνουν κακό εκείνοι οι άνθρωποι με τα γκρίζα που αυτοαποκαλούνται στρατός. Ούτε εκείνοι που τριγυρίζουν σαν αγέλες λύκων αποδίδοντας τη δική τους εκδοχή της δικαιοσύνης. Μην τους αφήσεις να την πειράξουν».
«Όταν γκρεμίζεις ένα φράγμα στο ποτάμι, δεν μπορείς να πεις στα νερά να μην κυλάνε. Ό,τι μπορώ, θα το κάνω.
Για χατίρι σου. Για να προστατέψω εσένα». Ανασήκωσε το κεφάλι του απ’ το μαξιλάρι και φίλησε το λεπτό λαιμό που έσκυβε από πάνω του.