Εκείνη ανεβασμένη πάνω του κουνιόταν ρυθμικά, τα στήθη της απαλά σαν μετάξι χάιδευαν το στέρνο του κι ανάμεσα στους αναστεναγμούς της είπε: «Εγώ δεν χρειάζομαι προστασία». Κόλλησε δυνατά τα χείλη της στα δικά του κι η γλώσσα της αναζήτησε πεινασμένη τη δική του.
41
Ένας ήχος σαν αυτόν που έκανε το σφυρί του αρχαίου θεού Θωρ όταν βροντούσε πλανήθηκε απ’ τη μια άκρη της πόλης του Πέτρογκραντ ως την άλλη κι έκανε τα παράθυρα να κροταλίζουν σαν κόκαλα νεκρών. Η Βαλεντίνα τινάχτηκε κι άφησε το βιβλίο της κι η Λίντια ξύπνησε κι ήρθε να χωθεί στο κρεβάτι της μητέρας της. Η Βαλεντίνα την έσφιξε πάνω της κι άκουσε την καρδούλα της να χτυπάει σαν τρελή.
Κοίταξε το ρολόι. Ήταν δέκα παρά τέταρτο, βράδυ της 24ης Οκτωβρίου 1917.
«Κεραυνός είναι, μαμά;»
«Όχι, αγάπη μου. Σαν κανόνι μου φάνηκε».
Τα μάτια της Λίντιας γούρλωσαν.
«Μεγάλο θα είναι».
«Ναι. Πολύ μεγάλο. Νομίζω πως είναι από πλοίο».
«Από ποιο πλοίο;»
«Δεν ξέρω». Το αίμα της όμως πάγωσε στις φλέβες της γιατί ήταν σίγουρη τι ήταν: Σύνθημα για ναρχίσει η επανάσταση.
Αν ήταν εκεί ο Αρκίν, θα της έλεγε πως το πλοίο ήταν το θωρηκτό «Αουρόρα».
Η ώρα ήταν τέσσερις το πρωί κι η Βαλεντίνα στεκόταν κάτω απτον παγερό ουρανό και κοίταζε τον κόσμο της να καίγεται. Ούτε άστρα ούτε κομήτες σημάδευαν πανηγυρικά το γεγονός. Πάνω από τις στέγες της πόλης μια φωτιά έκαιγε τον ουρανό κι η ανταύγεια της πυρπολούσε και τα τελευταία κουρέλια ελπίδας πως η Ρωσία θα σταματούσε την τελευταία στιγμή το κατρακύλισμά της στην άβυσσο.
Τι σήμαινε αυτό; Για τον Γιενς, για την κόρη της, για τους γονείς της; Ο κόσμος τους είχε χαθεί. Το έδαφος κάτω από τα πόδια της χανόταν κι εκείνη κρατιόταν από τη σιδερένια εξώπορτα του σπιτιού της για να μην παρασυρθεί μαζί του.
Γιενς, βρίσκεσοα εδώ, στην πόλη; Ακούς το κανόνι, του πλοίου; Ήταν πεπεισμένη ότι ο Γιενς ζούσε κι ανάσαινε τον ίδιο νυχτερινό αέρα μεκείνη. Δεν είχε ιδέα γιατί ο Αρκίν δεν θα τίναζε στον αέρα τα μυαλά του ανθρώπου που τον είχε σακατέψει, αλλά τίποτα δεν θα την έπειθε ότι ο Γιενς ήταν νεκρός. Τίποτα. Γιατί, ό,τι κι αν έκανε, η σκέψη του ήταν κοντά της. Όπως για παράδειγμα τότε που είδε οργισμένη τα αλητάκια του κάτω πατώματος να σπάνε με την μπάλα τους ένα τζάμι, τη στιγμή που στην πόλη δεν υπήρχε τζάμι ούτε για δείγμα. Εκείνη τη στιγμή, άκουσε μέσα της τη σκέψη του Γιενς να της λέει ότι τα παιδιά της χώρας ήταν αγράμματα και πως το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει η επανάσταση ήταν να δώσει ελεύθερη και υποχρεωτική παιδεία σε όλους.
Τις κρατούσε σαν φυλακτό τις σκέψεις του Γιενς. Ακόμα και τώρα που έβλεπε τις φλόγες να καταπίνουν το σκοτάδι πάνω απτην πόλη.
«Δεν θα τον βρεις μέσα στις φλόγες», ακούστηκε μια φωνή.
«Λιεβ!»
Ο τεράστιος όγκος του Λιεβ Ποπκόφ εμφανίστηκε κάτω από το φως μιας λάμπας του δρόμου. Πιο μεγάλος από κάθε άλλη φορά. Ένας επίδεσμος σκέπαζε την άδεια κόγχη του ενός ματιού του και μαύρα κατσαρά τσουλούφια έπεφταν στο σημαδεμένο μέτωπο του. Η Βαλεντίνα χάρηκε που τον είδε. Κι αυτό την εξέπληξε.
«Δεν έχουμε πια άλογα;» τη ρώτησε δείχνοντας κατά το στάβλο όπου καθόταν κι έπαιζε χαρτιά με τον Γιενς, κι η Βαλεντίνα κατάλαβε πως του έλειπε ο φίλος του.
«Όχι, τα πούλησα», του απάντησε.
Χωρίς να ζητήσουν την άδεια κανενός, οικογένειες ολόκληρες είχαν εγκατασταθεί στους στάβλους μόλις άδειασαν.
Κοιμόντουσαν στα παχνιά τυλιγμένοι με άχυρα κι έτρωγαν τη βρόμη των αλόγων. Η Βαλεντίνα δεν είχε αντίρρηση, δεν την ένοιαζε. Δεν μπορούσε καν να νιώσει κάτι γιαυτούς.
Εξαιτίας τους είχε χάσει τον άντρα της, την αδελφή της.
Ήταν οι άνθρωποι για τους οποίους αγωνιζόταν ο Αρκίν.
Δεν βλέπετε τι χάνετε; ήθελε να τους φωνάξει. Λεν καταλαβαίνετε πως καταστρέφετε ό,τι καλό υπάρχει στη Ρωσία μαζί μό,τι κακό έχει; Τράβηξε βιαστικά τον Ποπκόφ μακριά απ’ το φως.
«Έχεις νέα;»
«Ναι».
«Για τον Γιενς;»
«Όχι».
Η απογοήτευση της τσάκισε τα κόκαλα.
«Για ποιον τότε;»
Ο Λιεβ χασκογέλασε και της Βαλεντίνας της ήρθε να τον αρπάξει από τα γένια και να τον ταρακουνήσει.
«Για κάποιον Ερικόφ, που μαθαίνω ότι είναι έμπιστος του Λένιν».
«Και τι με αφορά εμένα;»
«Όλο το όνομα του είναι Βίκτορ Ερικόφ».
Η καρδιά της σταμάτησε.
«Βίκτορ Ερικόφ;»
«Ο Αρκίν άλλαξε τόνομα του. Γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να τον βρούμε τον μπάσταρδο».
«Ξέρεις πού βρίσκεται;»
«Όχι ακόμα, μα θα μάθω».
«Θα μου το πεις;»
«Ντα. Θα στο πω κι ας σε σκοτώσει. Μη βγεις απ’ το , σπίτι μέχρι τότε».
«Πού βρίσκονται οι επαναστάτες;»
«Παντού. Οι καταραμένοι οι μπολσεβίκοι έχουν καταλάβει τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και το τηλεφωνικό κέντρο, ακόμα και την Κρατική Τράπεζα. Δεν αστειεύονται. Γι’ αυτό μη βγαίνεις έξω».