«Μα εγώ δεν θέλω να κυβερνήσω τον κόσμο».
«Τώρα, όχι. Κάποια μέρα όμως θα το θελήσεις. Και τότε θα με ευχαριστείς».
Ο Αρκίν χαμογελούσε καθώς τα θυμόταν όλα τούτα. «Σπασιμπα», μουρμούρισε. «Σ’ ευχαριστώ». Η μητέρα του είχε δίκιο. Είκοσι τριών χρόνων, τώρα, ο Αρκίν ήθελε να κυβερνήσει τον κόσμο.
«Αρκίν».
Σήκωσε το κεφάλι. Ήταν γονατισμένος στο τσιμεντένιο πάτωμα του γκαράζ και καθάριζε τα λάδια και τις κοπριές από τις ακτίνες των τροχών του «Τουρικούμ». Το πανί που χρησιμοποιούσε έσταζε και γέμιζε λεκέδες τις μπότες του.
«Τι συμβαίνει, Ποπκόφ;»
Ο Κοζάκος είχε μπει αθόρυβα στο γκαράζ. Παρά τον όγκο του κινιόταν αθόρυβα σαν το λύκο μες στο δάσος.
«Τι είναι;» τον ρώτησε ξανά ο Αρκίν.
«Η κυρά θέλει να σου μιλήσει».
«Για τα σημερινά;»
«Πού να ξέρω;»
Η ζωή σένα αγρόκτημα, χαμένο στα βάθη της στέπας, σε μαθαίνει να είσαι υπομονετικός. Εκεί πέρα η ζωή δεν είναι ποτέ βιαστική, ο ρυθμός της είναι αργός, κι ο Αρκίν είχε μάθει να περιμένει. Είχε φύγει από το χωριό του πριν από έξι χρόνια, αποφασισμένος να ζήσει και να εργαστεί στην Πετρούπολη. Εδώ ένιωθε πως χτυπούσε η καρδιά της Ρωσίας. Εδώ οι ιδέες μεγάλων αντρών, όπως ο Καρλ Μαρξ και ο Λένιν, θέριευαν κι άπλωναν με τρόπο υπόγειο, σαν τις ρίζες ενός δέντρου. Ο Αρκίν ήταν πεπεισμένος ότι σε τούτη την πόλη βρισκόταν το μέλλον της Ρωσίας. Χωρίς να βιάζεται, τελείωσε το καθάρισμα του τροχού, ξέπλυνε το πανί του και το κρέμασε σένα γάντζο να στεγνώσει. Στράφηκε ύστερα προς την πόρτα, κι όπως το περίμενε, ο Ποπκόφ βρισκόταν ακόμα εκεί. Τούτος ο γίγαντας είχε δικές του απόψεις για πάρα πολλά πράγματα, κι αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε στον Αρκίν.
«Τι στο διάβολο έκανες ταπόγευμα;» τον ρώτησε ο Ποπκόφ.
Ο Αρκίν έβγαλε τη μακριά καφέ ποδιά του και την κρέμασε σ’ έναν άλλο γάντζο.
«Τις προστάτεψα», αποκρίθηκε.
«Τις προστάτεψες αφήνοντας τες να το βάλουν στα πόδια;»
«Δεν είναι παιδιά, Ποπκόφ. Αποφασίζουν μόνες τους τι θα κάνουν».
«Τούτη η πόλη είναι επικίνδυνη».
«Επικίνδυνη γιαυτές ή για τους εργάτες που πεθαίνουν κάθε μέρα στα εργοστάσια;»
«Είσαι βλάκας», γρύλισε ο Ποπκόφ.
«Όχι», αποκρίθηκε υπομονετικά ο Αρκίν. «Τη δουλειά μου κάνω».
Ο Αρκίν δεν είχε ξαναπατήσει στο μεγάλο σπίτι -πέρα από την κουζίνα του υπηρετικού προσωπικού- και τώρα κοιτούσε γύρω του με το στόμα ανοιχτό. Μα γιατί να θέλει κάποιος τόσο πολλά πράγματα; Πίνακες πιο ψηλοί απ’ το μπόι του στους τοίχους. Ρουμπίνια να κρέμονται σαν σταλαγματιές αίμα από την κορνίζα ενός καθρέφτη και χρυσές λουρίδες να στολίζουν τις βάσεις αγαλμάτων. Ένας υπηρέτης τον οδήγησε σένα μικρό σαλόνι. Ήταν το πιο γυναικείο δωμάτιο που είχε δει ποτέ του ο Αρκίν, όλο στο χρώμα της λεβάντας και του κρεμ, κι ένα σωρό λουλούδια να αρωματίζουν την ατμόσφαιρα μεξωτικές μυρωδιές.
Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα καθόταν στητή σε μια κομψή πολυθρόνα, κρατώντας ένα ποτήρι ζεστό νερό. Το λιλά φόρεμα της την έκανε να φαντάζει σαν ένα ακόμα λουλούδι. Ο Αρκίν υποκλίθηκε και περίμενε να του απευθύνει το λόγο.
Εκείνη άφησε να περάσει ένα ολόκληρο λεπτό.
«Αρκίν», είπε τελικά, «περιμένω εξηγήσεις».
«Μάλιστα, μαντάμ. Θα πήγαινα με το αυτοκίνητο τις δεσποινίδες για τσάι στου "Γκορντίνο", αλλά δεν μπορέσαμε να φτάσουμε εκεί επειδή ένα πλήθος έκανε διαδήλωση στη Μόρσκαγια».
«Συνέχισε».
«Ακινητοποιηθήκαμε ανάμεσα σε άλλα οχήματα, αλλά κατάφερα να κάνω μανούβρες και να πάω τις δεσποινίδες σε ένα άλλο κατάστημα που επέλεξαν».
«Έπρεπε να τις είχες φέρει πίσω στο σπίτι. Οι δρόμοι ήταν επικίνδυνοι».
«Τους το πρότεινα, μαντάμ, αλλά και οι δυο τους δεν ήθελαν να γυρίσουν σπίτι».
«Δεν με εκπλήσσει καθόλου αυτό», της ξέφυγε της Ελιζαβέτας. «Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι που βρισκόσουν εσύ όταν έφυγαν από το τεϊοποτείο. Όταν είσαι σοφέρ αυτής της οικογένειας, Αρκίν, έχεις ορισμένες ευθύνες.
Νομίζω πως αυτό στο εξήγησαν όταν.» Σταμάτησε, σήκωσε το ποτήρι στα χείλη της και το ξανακατέβασε. «Έχουν μεγάλη ισχυρογνωμοσύνη», μουρμούρισε.
Ο Αρκίν χαμογέλασε αχνά.
«Ξέρετε καλά τις κόρες σας, μαντάμ».
«Αρκετά καλά».
«Λυπάμαι πολύ που οι διαδηλωτές με ανάγκασαν να παρκάρω το "Τουρικούμ" σε μια πάροδο. Όταν επέστρεψα στο τεϊοποτείο, είχε ξεσπάσει πανικός και οι δεσποινίδες είχαν φύγει».
«Έψαξες να τις βρεις;»
«Φυσικά, μαντάμ».
Έψαξε τάχα; Φώναξε τα ονόματα τους; Έτρεξε σαν παλαβός από δρόμο σε δρόμο κι από μαγαζί σε μαγαζί; Άρπαξε κανέναν απτα πέτα για να τον ρωτήσει αν είχε δει κανένα αναπηρικό καροτσάκι; Ναι, τα έκανε όλα αυτά, μέχρι που τον πόνεσαν τα πνευμόνια του από το τρέξιμο. Μα όσο κι αν έψαξε βρίζοντας τις κοπέλες, δεν τις βρήκε πουθενά.