Η Ελιζαβέτα κούνησε το κεφάλι.
«Ασφαλώς κι έψαξες. Καταλαβαίνω πως είσαι ένας νέος στον οποίο μπορεί κανείς να βασιστεί».
«Μαντάμ, λυπάμαι πολύ που σας προκάλεσα τόση ανησυχία. Ζητώ συγγνώμη».
«Και πώς τις βρήκες τελικά;»
«Επέστρεψα εδώ και μάζεψα μια ομάδα άντρες για να κάνουμε πιο συστηματική έρευνα».
Η Ελιζαβέτα τον κοίταξε σιωπηλή, αναγκάζοντας τον να πει κι άλλα. «Ο Λιεβ Ποπκόφ τις βρήκε», είπε απρόθυμα ο Αρκίν.
«Εντόπισε στο χιόνι τα ίχνη από τις ρόδες του αναπηρικού καροτσιού».
Ο Κοζάκος είχε ξαμοληθεί σαν κυνηγόσκυλο. Με το πρόσωπο να τρίβεται σχεδόν στα πεζοδρόμια, είχε εντοπίσει τα ίχνη από τις λαστιχένιες ρόδες - κι ας είχαν τσαλαπατηθεί.
Η Ελιζαβέτα δεν συνέχισε τη συζήτηση. Ήπιε το νερό της με αργές γουλιές και το λαρύγγι της ανεβοκατέβηκε πάνω από το μαργαριταρένιο κολιέ της.
«Η Κάτια δεν είναι καλά», είπε ύστερα από μακριά σιωπή.
«Λυπάμαι πολύ».
«Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο».
Τον εξέπληξε το δίκαιο φέρσιμο της. Οι περισσότεροι εργοδότες φορτώνουν τα πάντα στους υπηρέτες τους. Περίμενε, αλλά η Ελιζαβέτα δεν ξαναμίλησε.
«Θέλετε να μιλήσετε στον Ποπκόφ, να σας τα πει ο ίδιος;» τη ρώτησε ο Αρκίν.
Εκείνη σαν να ανατρίχιασε.
«Όχι, δεν θέλω», αποκρίθηκε.
Η ώρα ήταν τρεις το πρωί. Η Βαλεντίνα καθόταν στα σκοτεινά δυο ώρες τώρα. Όταν άκουσε τα βαριά βήματα της αδελφής Σόνιας να βγαίνουν από το δωμάτιο της Κάτιας, περίμενε μερικά λεπτά κι έπειτα βγήκε στο διάδρομο. Ξυπόλητη δεν έκανε καθόλου θόρυβο - κι εξίσου αθόρυβα γύρισε το πόμολο της πόρτας. Στο τζάκι έκαιγε η φωτιά και το βαρύ πάπλωμα είχε τραβηχτεί στο πλάι του κρεβατιού. Το κορμάκι της αδελφής της ήταν σκεπασμένο μένα λεπτό σεντόνι μονάχα, και το κεφάλι της χτυπιόταν πέρα δώθε στο μαξιλάρι.
«Κάτια.» ψιθύρισε η Βαλεντίνα.
Αμέσως το ξανθό κεφάλι σηκώθηκε απ’ το μαξιλάρι.
«Βαλεντίνα;»
«Πώς είσαι;»
«Πλήττω».
Η Βαλεντίνα γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι.
«Ξέρεις από τι έπαθες τον πυρετό, ε;»
«Από τι;»
«Από το φιλί που έδωσες σ’ εκείνο το βρομερό μωρό».
«Χαλάλι του», αποκρίθηκε χαμογελώντας η Κάτια.
«Δεν είπες τίποτα στη μαμά ή στη νοσοκόμα, ε;»
«Όχι βέβαια. Δεν είμαι χαζή».
«Πες πως ήταν μια περιπέτεια που όμως δεν θα την επαναλάβουμε. Κι εγώ το παράκανα. Συγγνώμη».
«Μην το λες αυτό. Μη λες πως δεν θα με ξαναπάς σε περιπέτειες».
«Κάτια, αν θες στ’ αλήθεια περιπέτειες, πρέπει να γίνεις καλά. Τότε θα σου ετοιμάσω πολλές περιπέτειες. Όχι τόσο επικίνδυνες, βέβαια».
«Η περιπέτεια δεν είναι περιπέτεια όταν δεν είναι επικίνδυνη. Αυτά που ζήσαμε δεν θα τ’ άλλαζα με τίποτα στον κόσμο». Τράβηξε τα υγρά μαλλιά της από τα μάτια της.
«Πες μου πώς ήταν η ουλή της γυναίκας όταν την άγγιξες».
«Σαν ζεστό γυαλί. Σκληρή και γλιστερή».
«Τη λυπήθηκα».
«Εγώ, πάλι, όχι».
«Δεν σε πιστεύω».
«Αλήθεια σου λέω. Τους μισώ όλους αυτούς. Όλους, είτε αποκαλούνται μπολσεβίκοι, είτε μενσεβίκοι, είτε σοσιαλεπαναστάτες. Για μένα είναι όλοι ίδιοι. Τους μισώ γι’ αυτό που σου έκαναν». Έσκυψε και φίλησε το ζεστό μάγουλο της αδελφής της. Εκείνη της χάιδεψε τρυφερά τα μαύρα της μαλλιά.
«Σιγά σιγά το μίσος θα σβήσει», της είπε με σιγουριά.
«Το δικό σου έσβησε;»
«Ναι».
Η Βαλεντίνα δεν είπε στην αδελφή της ότι ήταν πια αργά. Ότι το μίσος είχε φτάσει μέχρι το μεδούλι των κοκάλων της και την έκαιγε.
Χτύπησε την πόρτα του γραφείου του πατέρα της. Καιρός ήταν να του ανακοινώσει την απόφαση της.
«Περάστε!»
Η Βαλεντίνα άνοιξε την πόρτα. Ο πατέρας της καθόταν πίσω από το μεγάλο, ντυμένο με δέρμα γραφείο του. Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.
«Ζήτησες να με δεις;» Δεν έδειχνε ευχαριστημένος που τον διέκοπτε από τη δουλειά του.
«Μάλιστα».
Ο υπουργός σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Στα δάχτυλα του έπαιζε νευρικά ένα σβηστό πούρο. Ήταν ακόμα ωραίος άντρας, αν και είχε πάρει βάρος από τα αμέτρητα επίσημα δείπνα στα Χειμερινά Ανάκτορα. Η Βαλεντίνα τον θυμόταν λεπτό και κομψό, όταν υπηρετούσε με το βαθμό του στρατηγού στο ρωσικό στρατό. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα πίσω και τα παχιά του φρύδια σκίαζαν τα βαθουλωτά, πανέξυπνα μάτια του. Μαύρα σαν τα δικά της, που τώρα την κοίταζαν εξεταστικά.
«Κάθισε».
Η Βαλεντίνα κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο κι ακούμπησε φρόνιμα τα χέρια της στην ποδιά της.
«Μπαμπά, θέλω να ζητήσω συγγνώμη που πήρα χθες την Κάτια κάτω στη Ρζέβκα. Ήθελα να την πάρω μακριά από τους απεργούς που-»
«Συγχωρεμένη». Με την παλάμη του έτριψε το μαύρο του μουστάκι. «Αυτό που έκανες ήταν χαζό, αλλά καταλαβαίνω πως ήθελες να προστατέψεις την αδελφή σου».