Выбрать главу

«Σταματήστε τη!»

«Σκατά! Φυτέψτε της μια σφαίρα!»

Σφαίρα; Ο μεταλλικός ήχος της σφαίρας που μπαίνει στη θαλάμη του όπλου της ξέσκισε το μυαλό. Πήδηξε πίσω από ένα δέντρο. Τώρα τα χέρια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα.

«Σταθείτε!» φώναξε.

Σιωπή. Ο θόρυβος των βημάτων μέσα στο δάσος σταμάτησε.

«Σταθείτε!» φώναξε ξανά η Βαλεντίνα.

«Βγες έξω να σε βλέπουμε!»

«Όχι σφαίρες, ε;»

Ακούστηκε ένα ξερό, οργισμένο γέλιο.

«Όχι σφαίρες!»

Δεν της έριχναν. Μπορεί να μην ήθελαν ν' ακουστούν πυροβολισμοί. Στην εξοχή οι ήχοι ταξιδεύουν μακριά. Η Βαλεντίνα προσπάθησε να καταπιεί, αλλά το λαρύγγι της ήταν ξερό. Τούτοι εδώ δεν αστειεύονταν. Τους είχε ενοχλήσει κι ήταν φυσικό να μην την αφήσουν να φύγει έτσι.

Έπρεπε να τους πιάσει την κουβέντα.

«Εμπρός, γρήγορα!» ακούστηκε ξανά η φωνή.

Με την καρδιά της να βροντοχτυπάει, η Βαλεντίνα απομακρύνθηκε από το δέντρο που την έκρυβε.

Ήταν πέντε. Πέντε άντρες, πέντε τουφέκια. Ένας μονάχα είχε κρεμασμένο χαλαρά το όπλο του στον ώμο, σαν να μην είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει. Τα μασκοφορεμένα πρόσωπα την κοίταζαν παγωμένα. Η Βαλεντίνα ανατρίχιασε ολόκληρη.

Πάντως δεν της φύτεψαν καμιά σφαίρα. Κάτι ήταν κι αυτό.

«Ένα κοριτσόπουλο είναι», είπε ένας κοροϊδευτικά.

«Σβέλτη σαν το λαγό, όμως, ανάθεμα τη».

Τρεις από τους άντρες ήρθαν πιο κοντά. Η Βαλεντίνα τσιτώθηκε, έτοιμη να το βάλει στα πόδια.

«Μην έχεις τόση αγριάδα, κοπελιά, εμείς μόνο.»

«Μη με πλησιάζετε».

«Δεν πρέπει να μας φέρεσαι εχθρικά».

«Έχετε μπει λαθραία στη γη του πατέρα μου». Η φωνή της της φάνηκε ξένη.

«Η γη της Ρωσίας», γρύλισε ένας, «ανήκει στο λαό της Ρωσίας. Εσείς μας την έχετε κλέψει».

Επαναστάτες! Αυτή η λέξη έδιωξε κάθε άλλη λέξη απ το μυαλό της. Στα σαλόνια της Πετρούπολης κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες για κάτι τέτοιους ανθρώπους, για το ότι σχεδίαζαν να κυριέψουν τη Ρωσία και να σκοτώσουν όλη την άρχουσα τάξη. Η Βαλεντίνα θα ήταν μόνο η αρχή.

«Τι γυρεύετε εδώ;» ρώτησε επιτακτικά.

Ο πιο κοντινός κάγχασε.

«Απολαμβάνουμε τη θέα», είπε.

Η Βαλεντίνα ένιωσε τα μαγουλά της να καίνε. Η λεπτή μουσελίνα του φουστανιού της ήταν κολλημένη από την υγρασία και τον ιδρώτα πάνω στο κορμί της. Σταύρωσε αμυντικά τα χέρια της στο στήθος της και τίναξε μ’ αψηφισιά το κεφάλι. Οι τρεις άντρες πλησίασαν κι άλλο ένας πέρασε πίσω της για να της κόψει κάθε οδό διαφυγής. Σαν το πουλί στο κλουβί. Η Βαλεντίνα βαριανάσαινε. Δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπα των τριών πίσω απ’ τις μάσκες τους, αλλά από τη σβελτάδα των κινήσεων τους και τον ήχο των φωνών τους καταλάβαινε ότι ήταν νέοι. Οι άλλοι δύο έδειχναν κάπως πιο μεγάλοι, πιο γεροδεμένοι, και κρατιόντουσαν λίγο πιο μακριά, μιλώντας μουρμουριστά μεταξύ τους.

Ήταν φανερό πως αρχηγός ήταν ο πιο ψηλός.

Τι γύρευαν στο Τέσοβο; Τι σχεδίαζαν; Η Βαλεντίνα έπρεπε να το σκάσει, να ειδοποιήσει τον πατέρα της. Δύο από τους νέους άρχισαν να σκουντιούνται και να χαχανίζουν.

«Ποιοι είστε;» προσπάθησε να τους αποσπάσει την προσοχή η Βαλεντίνα.

«Είμαστε η αληθινή φωνή της Ρωσίας».

«Τότε η φωνή σας πρέπει ν’ ακουστεί στη Δούμα, στη Βουλή, κι όχι μέσα στα δάση. Τι θα βγει απ’ αυτό;»

«Κάτι νομίζω πως μπορεί να βγει», αποκρίθηκε ο πιο γεροδεμένος κι άγγιξε το στήθος της με την κάννη του όπλου του.

Εκείνη το τίναξε άγρια στο πλάι.

«Μπορεί να διεκδικείτε τη γη», σφύριξε μέσα από τα δόντια της, «αλλά μη νομίζετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε και μένα».

Οι δυο άλλοι γέλασαν χυδαία, αλλά εκείνος που την άγγιξε τράβηξε τη ζώνη του, τύλιξε τη μια της άκρη στη γροθιά του και στριφογύρισε απειλητικά την αγκράφα.

«Σκύλα!»

Η καρδιά της Βαλεντίνας ανέβηκε στο στόμα της. Η μυρωδιά του θυμού του, ξινή μες στον πρωινό αέρα, την έπνιξε.

«Σε παρακαλώ», απευθύνθηκε στον ψηλό που στεκόταν ανάμεσα στα δέντρα. Η ακινησία του την τρόμαζε περισσότερο από την ενεργητικότητα των συντρόφων του. «Σε παρακαλώ, μάζεψε τους».

Ο άντρας την κοίταξε μέσα από τις σκοτεινές τρύπες της μάσκας του, κούνησε αργά το κεφάλι κι απομακρύνθηκε στο δάσος. Η Βαλεντίνα πανικοβλήθηκε κι έσφιξε τα χέρια της για να εμποδίσει το τρέμουλο τους. Φαίνεται όμως πως ο αρχηγός είχε αφήσει οδηγίες, γιατί ο συνομιλητής του σήκωσε απότομα το χέρι κι έδειξε εκείνον που στεκόταν πίσω από την κοπέλα.

«Ανάλαβε την εσύ», είπε. «Οι υπόλοιποι ακολουθήστε με».

Ανάλαβε την.

Η Βαλεντίνα έπρεπε να παραδεχτεί πως ήταν καλά εκπαιδευμένοι. Εκείνος ο οργισμένος με τη ζωστήρα απομακρύνθηκε αμέσως χωρίς σχόλιο. Το ίδιο κι ο σύντροφος του.