Φτηνά τη γλίτωσα, συλλογίστηκε η Βαλεντίνα.
«Θέλεις τίποτ’ άλλο; Έχω πολλή δουλειά».
«Ναι, θέλω κάτι ακόμα».
Ο υπουργός ακούμπησε το πούρο του σένα τασάκι αλφαδιασμένο με ακρίβεια δίπλα σε μια πένα κι ένα κόκκινο μολύβι. Ο πατέρας της είχε πολύ οργανωτικό μυαλό, γι’ αυτό και δούλευε σεκείνο το πόστο. Η Βαλεντίνα δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε - κάτι σχετικό με τα οικονομικά ήταν πάντως. Τον φανταζόταν στο γραφείο του στο υπουργείο να μετράει τα χρήματα του τσάρου και να τα στοιβάζει σε στήλες ψηλές μέχρι το ταβάνι.
Τελικά, εκείνος βαρέθηκε να κοιτάζει το πούρο του και γύρισε το βλέμμα του στη Βαλεντίνα.
«Τι άλλο θέλεις;» τη ρώτησε κάπως ανυπόμονα. «Έχω πολλή δουλειά».
«Μπαμπά, δεν θέλω να ξαναπάω στη σχολή όταν τελειώσουν οι διακοπές».
Εκείνος την κοίταξε έκπληκτος. Παραδόξως, δεν έδειχνε θυμωμένος. Της χαμογέλασε.
«Ελπίζω να το εγκρίνεις, μπαμπά», πρόσθεσε βιαστικά η Βαλεντίνα.
«Πράγματι, το εγκρίνω. Η μητέρα σου κι εγώ το έχουμε συζητήσει και πιστεύουμε ότι το σχολείο δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα πια. Είναι καιρός να σκεφτούμε το μέλλον σου».
Τούτη η τελευταία φράση την ανησύχησε κάπως.
«Συμφωνώ, μπαμπά. Και χαίρομαι που το βλέπεις κι εσύ έτσι. Ξέρεις, έχω μια ιδέα».
Ο υπουργός έγειρε πίσω στο καθιστά του και πήρε απολαυστικά το πούρο στο χέρι του. Του έβγαλε το δαχτυλίδι, έκοψε την άκρη του και μύρισε απολαυστικά τ’ αρωματικά φύλλα του. Ύστερα το άναψε με την ησυχία του. Η Βαλεντίνα είχε την αίσθηση ότι ο πατέρας της το γιόρταζε.
«Λοιπόν, Βαλεντίνα, χαίρομαι που βλέπω ότι συμφωνούμε. Είσαι ξανά η καλή μου κόρη».
Εκείνο το «ξανά» δεν της άρεσε, μα το προσπέρασε.
Ο πατέρας της κούνησε ευχαριστημένος το κεφάλι.
«Την έχεις συζητήσει με τη μητέρα σου αυτή την ιδέα;»
τη ρώτησε.
«Όχι ακόμα, μπαμπά. Ήθελα πρώτα να το συζητήσω μαζί σου».
«Χαζό κορίτσι». Της χαμογέλασε και φύσηξε προς το μέρος της τον καπνό του πούρου του. «Τι με νοιάζουν εμένα τα φορέματα;»
«Φορέματα;»
«Ε, τα φορέματα για τα οποία έχεις κάποια ιδέα. Μ’ αυτά τα θέματα ασχολούνται οι μητέρες».
Η Βαλεντίνα πήρε βαθιά ανάσα και γεύτηκε τον καπνό.
«Μπαμπά, εγώ δεν μίλησα για φορέματα».
«Μην ανησυχείς, είμαι σίγουρος ότι η μητέρα σου θα θέλει να μιλήσετε γι’ αυτά». Κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Ξέρω πώς κάνουν οι κυρίες όσον αφορά τις τουαλέτες».
Σηκώθηκε και βάλθηκε να βηματίζει στο δωμάτιο με την κοιλιά του να ξεχειλίζει κάτω από το μακρύ σακάκι του.
Έκανε διάφορους θορύβους - τα μανικέτια του έτριζαν, τα τακούνια του χτυπούσαν στο καλογυαλισμένο παρκέ, έπαιζε τύμπανο με τα δάχτυλα στο κολλαρισμένο πλαστρόν του.
Η Βαλεντίνα ήξερε πως όλα αυτά έδειχναν ότι ήταν πολύ ευχαριστημένος. Μα τι γινόταν εδώ πέρα; Τούτη η συζήτηση είχε πάρει στραβό δρόμο.
«Εγώ δεν χρειάζομαι πολλά φορέματα», είπε ανήσυχη.
«Μα ναι, καλή μου. Για να καταφέρεις να καμακώσεις κάποιον καλό, χρειάζεσαι τουλάχιστον τριάντα με σαράντα τουαλέτες. Ας τα κανονίσει η μητέρα σου όλα αυτά. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πάρθηκε η απόφαση. Σου έχουμε ετοιμάσει ήδη έναν κατάλογο ονομάτων για να διαλέξεις».
«Μπαμπά, τι εννοείς να "καμακώσω";»
«Μα να βρεις ένα σύζυγο, φυσικά».
«Σύζυγο;» Τα χέρια της έπεσαν ξερά στα πλευρά της.
«Ναι, καλή μου. Γι’ αυτό δεν συζητάμε; Ν’ αφήσεις τη σχολή και να βρεις ένα σύζυγο;» Ρούφηξε ηδονικά το πούρο του και συνέχισε να βηματίζει. «Βαλεντίνα, σε λίγο κλείνεις τα δεκαοκτώ. Καιρός να δείξεις λίγη υπευθυνότητα.
Να βρεις έναν κατάλληλο σύζυγο φέτος. Υπάρχουν ένα σωρό ωραίοι και δυνατοί αξιωματικοί από καλές οικογένειες».
«Μπαμπά, δεν θέλω να παντρευτώ».
«Βαλεντίνα, κόψε τις ανοησίες. Τι είναι αυτά που λες;»
«Δεν θέλω να παντρευτώ».
«Μα μόλις τώρα μου είπες ότι θέλεις να σχεδιάσεις το μέλλον σου».
«Ναι, μα όχι σαν παντρεμένη».
«Για τ’ όνομα του Θεού, τι άλλο υπάρχει; Η μητέρα σου κι εγώ.» Σταμάτησε απότομα. Έτσι όπως στεκόταν στη μέση του δωματίου έδειχνε σαν να φουσκώνει μέσα στα ρούχα του. Οι φλέβες στο λαιμό και στο πρόσωπο του γέμισαν αίμα. «Τι είναι αυτή η ιδέα που έχεις για το μέλλον σου;»
Η Βαλεντίνα σηκώθηκε και τον κοίταξε καταπρόσωπο.
«Αυτό ήρθα να σου πω, μπαμπά. Θέλω να γίνω επαγγελματίας νοσοκόμα».
Την έβαλαν να καθίσει στο δωμάτιο της μουσικής. Πάνω στο σκαμπό του πιάνου, όπου είχε περάσει τόσες και τόσες υπέροχες στιγμές. Η μητέρα της κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Η έκφραση της ήταν συγκρατημένη, όπως πάντα, αλλά έσφιγγε με δύναμη ένα λευκό μαντίλι που το είχε κάνει μπαλάκι μες στη χούφτα της. Η σιωπή της ήταν χειρότερη από τα ξεσπάσματα του πατέρα της.
«Βαλεντίνα», έλεγε τώρα αυστηρά εκείνος, «πρέπει να βγάλεις αμέσως απ’ το κεφάλι σου αυτή τη δυσάρεστη ιδέα.