Выбрать главу

Με καταπλήσσει το ότι σκέφτηκες κάτι τέτοιο. Σκέψου τη μόρφωση σου, τα μαθήματα Μουσικής που έχεις κάνει.

Σκέψου πόσο μας κόστισαν όλα αυτά».

Βημάτιζε πάνω κάτω μπροστά της, κι η ουρά του μακριού σακακιού του ανέμιζε οργισμένα. Η Βαλεντίνα ήθελε ν’ απλώσει το χέρι και να τον σταματήσει.

«Μπαμπά, σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις.

Μιλάω τέσσερις γλώσσες, παίζω πιάνο και ξέρω να περπατάω με χάρη. Για ποιο πράγμα με κάνουν κατάλληλη όλα αυτά;»

«Για το γάμο. Γι’ αυτό που προετοιμάζονται όλες οι δεσποινίδες».

«Μπαμπά, λυπάμαι, αλλά στο είπα. Δεν θέλω να παντρευτώ».

Η απελπισία με την οποία πήρε μια βαθιά ανάσα η μητέρα της την ξέσκισε. Γύρισε την πλάτη της στους γονείς της και σήκωσε το σκέπασμα του πιάνου. Τα δάχτυλα της βρήκαν μια απαλή νότα κι ύστερα άλλη μια. Όπως πάντα, ο ήχος τους την ηρέμησε. Το σφίξιμο στο στήθος της μαλάκωσε. Έπαιξε δυο ακόρντα από ένα κομμάτι του Σοπέν και στην άκρη του μυαλού της σχηματίστηκε η εικόνα εκείνου του Βίκινγκ με τα κόκκινα σαν φλόγες μαλλιά. Διαισθανόταν ότι οι γονείς της αντάλλασσαν ματιές πίσω της.

«Ωραία παίζεις, Βαλεντίνα».

«Ευχαριστώ, μαμά».

«Κάθε άντρας θα αισθάνεται περήφανος όταν θα ψυχαγωγείς τους καλεσμένους του μετά το δείπνο με κάποιο κομμάτι του Μπετόβεν ή του Τσαϊκόφσκι».

Η Βαλεντίνα σήκωσε τα δάχτυλα της από τα πλήκτρα και τα σταύρωσε. Και μίλησε ήσυχα, υπομονετικά.

«Θέλω να γίνω νοσοκόμα. Θέλω να φροντίζω την Κάτια.

Δεν θα μείνει για πάντα μαζί μας η αδελφή Σόνια».

Ένας βαθύς αναστεναγμός πλημμύρισε το δωμάτιο και ξαφνικά η ψηλή, σκοτεινή μορφή του πατέρα της βρέθηκε δίπλα της. Το χέρι του της χάιδεψε τα μαλλιά κι ύστερα ακούμπησε στον ώμο της. Η Βαλεντίνα έμεινε ακίνητη.

Είχε να την αγγίξει έξι μήνες, από τότε που τους έβαλαν τη βόμβα στο Τέσοβο, και φοβόταν πως έτσι κι έκανε την παραμικρή κίνηση, ο πατέρας της θα έκανε να την αγγίξει άλλους έξι μήνες.

«Βαλεντίνα, καλό μου παιδί, άκουσε με. Ξέρεις ότι θέλω το καλύτερο για σένα. Η νοσηλευτική είναι ένα άθλιο επάγγελμα, έχεις να κάνεις όλο με πόρνες και αλκοολικούς. Δεν είναι κατάλληλη απασχόληση για μια αξιοπρεπή δεσποινίδα».

«Άκουσε τον πατέρα σου», είπε μαλακά κι η μητέρα της.

«Όλοι αυτοί έχουν ψείρες και ασθένειες». Ήταν φανερό πως ο πατέρας της δεν εννοούσε συνηθισμένες αρρώστιες.

«Η αδελφή Σόνια όμως ούτε πόρνη είναι ούτε αλκοολική», είπε η Βαλεντίνα. «Δεν έχει καμιά ασθένεια. Είναι αξιοπρεπής γυναίκα».

Το χέρι του πατέρα της σφίχτηκε στον ώμο της.

«Υπάρχει κι άλλος τρόπος να βοηθήσεις την Κάτια. Ένας καλύτερος τρόπος για να επανορθώσεις».

«Δηλαδή;»

«Δεν είναι δύσκολο».

«Δηλαδή, μπαμπά; Τι μπορώ να κάνω;»

«Να κάνεις έναν καλό γάμο».

Η Βαλεντίνα στράφηκε πάλι στο πιάνο. Κάτι της έσφιγγε το λαιμό. Δεν ήθελε όμως να κάνει τον πατέρα της να θυμώσει.

«Ακούς τι σου λέω, Βαλεντίνα;» Η φωνή του είχε αρχίσει να υψώνεται. «Να κάνεις έναν καλό γάμο, που να πάρει η οργή. Και να τον κάνεις τώρα. Επιμένω. Για το καλό του ονόματος των Ιβάνοφ».

«Εκμετάλλευση! Στερήσεις! Λιμοκτονία!»

Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεφ ήταν καλός. Ήξερε πώς να ξεσηκώνει τον κόσμο, πώς να γεννάει συναισθήματα στους άντρες και νανάβει φωτιές στις άδειες τους κοιλιές. Ο Αρκίν ήταν ικανοποιημένος από την αποψινή σύναξη. Οι περισσότεροι παρόντες ήταν χωρικοί όπως αυτός, απλοί εργάτες που είχαν μαζευτεί από τις αγροτικές επαρχίες για να βρουν δουλειά στα εργοστάσια της Αγίας Πετρούπολης.

Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι. Ελάχιστοι ήξεραν να βάζουν την υπογραφή τους. Ήταν παράξενο, αλλά αυτό τον στενοχωρούσε περισσότερο από τις τρομερές συνθήκες κάτω από τις οποίες δούλευαν στα εργοστάσια και τα μεταλλουργεία. Για κείνον η χειρότερη αδικία ήταν ότι το πνεύμα των μαζών κρατιόταν αμόρφωτο κι άρα κουτό. Κι αυτό ασκούσε έναν έλεγχο που έπρεπε να πάψει να υπάρχει.

Γι’ αυτό πίστευε στη θεωρία περί διαρκούς επανάστασης του Λέοντος Τρότσκι. Είχε πάει με τον Σεργκέγιεφ ν’ ακούσουν τον Τρότσκι, κι αυτός ο οραματιστής με τα μαλλιά σαν θάμνο και τα γυαλιστερά γυαλιά τους είχε συνεπάρει τόσο πολύ, που πέρασαν όλη τη νύχτα περπατώντας στους δρόμους και συζητώντας. Ο Τρότσκι τους είχε δείξει έναν καινούργιο κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο η δικαιοσύνη κι η ισότητα δεν ήταν λέξεις κενές, αλλά η ζωντανή καρδιά της ζωής όλων των ανθρώπων. Κι από κείνη τη στιγμή, είχαν αρχίσει να στρατολογούν κι άλλους στην υπόθεση του σοσιαλισμού.

«Αντρες της Ρωσίας», φώναζε με πάθος ο Σεργκέγιεφ, «πρέπει να αγωνιστούμε για τα δικαιώματα μας. Η σιδερένια γροθιά του τσαρισμού πρέπει.» σταμάτησε και κοίταξε ένα γύρω το ακροατήριο του, «πρέπει να τσακιστεί».