Выбрать главу

Ενθουσιασμένες φωνές.

«Μας έδωσαν τη Δούμα, το Κοινοβούλιο, για να μας κλείσουν το στόμα», φώναξε κοροϊδευτικά ο Σεργκέγιεφ. «Ωστόσο ο πρωθυπουργός Στολίπιν την αντιμετωπίζει περιφρονητικά και φοράει "γραβάτες Στολίπιν", τη θηλιά της κρεμάλας δηλαδή, σ’ οποιονδήποτε τολμήσει να διαφωνήσει».

Ο Σεργκέγιεφ τράβηξε προς τα πάνω τη γραβάτα του σαν να κρεμιόταν και το πλήθος ούρλιαξε. Μαζί τους κι ο Αρκίν.

«Νοιάζεται ο Στολίπιν που τα παιδιά σας δεν έχουν ψωμί να φάνε;»

«Όχι! Νιετ! Όχι!»

«Νοιάζεται ο Στολίπιν που οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζεστε θα έκαναν κι ένα σκυλί να κόψει το πόδι του για να το σκάσει;»

«Όχι! Όχι!»

«Νοιάζεται ο Στολίπιν που.»

«Σύντροφε Σεργκέγιεφ!» φώναξε τότε ένας τύπος μένα τσιγάρο που κρεμόταν από την άκρη των χειλιών του.

«Κάτσε κάτω!» του φώναξε κάποιος άλλος.

Ο Σεργκέγιεφ κούνησε το χέρι του για να γίνει ησυχία.

«Μίλα, σύντροφε. Όλοι έχουν δικαίωμα ν’ ακουστούν».

«Σύντροφοι», είπε ο τύπος υψώνοντας τη φωνή, «αυτές οι κουβέντες δεν βγάζουν πουθενά. Δεν μπορούμε να πόλεμήσουμε τον εχθρό. Πρέπει να συμβιβαστούμε μαζί του. Η Δούμα ήταν ένα πρώτο βήμα. Όσο εμείς ζητάμε κι άλλες παραχωρήσεις, ο Αλεξάντερ Γκουτσκόφ, ο ηγέτης των Οκτωβριστών στη Δούμα, εργάζεται σκληρά για να πετύχει μια συμφωνία για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στα ορυχεία.»

«Ο Αλεξάντερ Γκουτσκόφ», μούγκρισε ο Σεργκέγιεφ, «δεν είναι παρά ένα όργανο των τυράννων!»

Το πλήθος ενθουσιάστηκε.

«Ντα! Ναι!»

Ο Σεργκέγιεφ όρθωσε το κορμί του.

«Η μοναδική απάντηση είναι η κατάκτηση της εξουσίας από τους εργάτες! Δύναμη στα συνδικάτα!»

Η αίθουσα τραντάχτηκε από τις επευφημίες. Πολλοί άρχισαν να τραβολογάνε τον παρείσακτο, μέχρι που εκείνος ορκίστηκε ότι σε λίγο θα φορούσαν όλοι «γραβάτες Στολίπιν» κι έφυγε ηττημένος.

«Η εξουσία στους εργάτες!» μούγκρισε ο Σεργκέγιεφ.

Ακουμπισμένος στον τοίχο ο Αρκίν άναψε ένα τσιγάρο και κούνησε το κεφάλι. «Δικτατορία του προλεταριάτου»

το χε αποκαλέσει ο Λέον Τρότσκι. Η μάχη θα ήταν στα σίγουρα σκληρή και αιματηρή. Το μόνο ερώτημα ήταν πότε θ’ άρχιζε.

Ο παπάς ήταν έξυπνος, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ο πάτερ Μορόζοφ καταλάβαινε τους ανθρώπους. Μάζευε τις άδειες κοιλιές τους στην εκκλησία με τη βοήθεια ενός καζανιού ζεστής σούπας -όχι με κρέας, βέβαια, αλλά με λαχανικά- που ωστόσο τη δέχονταν με τραγική ευγνωμοσύνη κι αυτή έτρεφε όχι μόνο τα σώματα τους, αλλά και την οργή τους - την οργή που τους προκαλούσε η κατάντια τους. Έκανε να φουντώνει μέσα τους το αίσθημα της αδικίας, προτού καν τους το συνδαυλίσουν οι ομιλίες του Σεργκέγιεφ. Το μόνο πρόβλημα με τον πατέρα Μορόζοφ ήταν ότι αυτός πίστευε στο Θεό και στην αγάπη του για όλη την ανθρωπότητα, όσο εξαθλιωμένη κι αν ήταν. Κι αυτό κάποιες φορές του δημιουργούσε δυσκολίες.

Ο παπάς στεκόταν σαν κοράκι πίσω από το καζάνι με την αχνιστή σούπα και γέμιζε με την κουτάλα του εμαγιέ κύπελλα, ακούγοντας τα βάσανα των ανθρώπων και προσφέροντας τους κάποια συμβουλή ή δ»ο λόγια παρηγοριάς.

Ήταν ακούραστος. Ίδιος πάντα, μέσα στο χοντροκομμένο μαύρο ράσο του, λίγο καμπουριαστός, με την πλούσια γενειάδα του νανεμίζει. Δεν ήταν πάνω από σαράντα χρόνων, αλλά έδειχνε πολύ μεγαλύτερος - τα μαλλιά του είχαν χάσει κιόλας το χρώμα τους. Σαυτό μπορεί να έφταιγαν τα τόσα χρόνια που χε περάσει ακούγοντας τον πόνο των άλλων, μπορεί να φταιγε κι η απώλεια της γυναίκας του.

Ο Αρκίν στεκόταν δίπλα στον πατέρα Μορόζοφ περιμένοντας να σταματήσει για λίγο η πεινασμένη παρέλαση των κυπέλλων.

«Πάτερ, έχουμε τα υλικά».

«Εδώ;»

«Στο υπόγειο. Έλα μόλις τελειώσεις».

Ο παπάς κατένευσε και χαμογέλασε γλυκά στον επόμενο άντρα της ουράς. Ο Αρκίν θαύμαζε την ψυχραιμία του.

Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι ο πάτερ Μορόζοφ είχε πάρε δώσε με το θάνατο.

Η κατασκευή βομβών ήταν λεπτή υπόθεση. Ο πάτερ Μορόζοφ ήταν ο εγκέφαλος, αυτός είχε τα σχέδια. Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεφ ήταν ο προμηθευτής που βρίσκε τα απαραίτητα υλικά. Κανείς δεν του έκανε ερωτήσεις. Κι ο Αρκίν έβαζε τα χέρια. Κανείς άλλος δεν ήθελε ναγγίζει τα εκρηκτικά.

Οι τρεις άντρες συνεργάζονταν καλά, αλλά σήμερα ο Αρκίν πρόσεξε ότι ο σύντροφος Σεργκέγιεφ ήταν ανήσυχος.

Μια καθόταν και μια σηκωνόταν απ’ το τραπέζι όπου δούλευε ο Αρκίν, εκνευρίζοντας τον. Με τα πολλά, ο Αρκίν άφησε κάτω την πένσα που κρατούσε. Το υπόγειο δωμάτιο ήταν τόσο κρύο, που οι ανάσες τους σχημάτιζαν συννεφάκια κάθε φορά που μιλούσαν. Ο Αρκίν φοβόταν μήπως του πήξει ο ζελινίτης. Κοίταξε τον Σεργκέγιεφ. Το σακάκι του ήταν βρόμικο, γεμάτο τρύπες και το μαντίλι που είχε τυλιγμένο σαν φίδι στο λαιμό του ήταν μες στη γλίτσα.