«Τι συμβαίνει, σύντροφε;» τον ρώτησε ο Αρκίν. «Σήμερα έκανες μια ωραία ομιλία. Θα ‘πρεπε να είσαι ευχαριστημένος».
Ο Σεργκέγιεφ στριφογύρισε στα χέρια του ένα πακέτο τσιγάρα. Ο φτηνός καπνός τους μύριζε άσχημα μέσα στον κλειστό χώρο. Ο Αρκίν του είχε απαγορέψει να καπνίζει κοντά στους πυροκροτητές οι οποίοι ήταν απλωμένοι μπροστά του στο τραπέζι. Χειριζόταν πάντα με σεβασμό αυτά τα χάλκινα στενόμακρα καψούλια που έσκαγαν με το παραμικρό. Όταν έπιανε στην παλάμη του αυτά τα αντικείμενα, που χαν ίδιο μέγεθος με τα τσιγάρα του Σεργκέγιεφ, η δύναμη που έκρυβαν μέσα τους έκανε την καρδιά του να χτυπάει γοργά.
Τον είχε εκπλήξει η ευκολία με την οποία έμαθε για τα εκρηκτικά. Στη βιβλιοθήκη της Πετρούπολης είχε μελετήσει κείμενα για τη μεγαλοφυή ανακάλυψη του Άλφρεντ Νόμπελ κι έτσι καταλάβαινε τι ήταν αυτά τα μπαστουνάκια που είχε μπροστά του - ένα κράμα νιτρογλυκερίνης και νιτροκυτταρίνης αναμιγμένο με νιτρικό άλας ποτάσας και πριονίδι. Το μίγμα ήταν δώδεκα τοις εκατό πιο δυνατό από το δυναμίτη. Μεγάλη δύναμη! Άσε που δεν το επηρέαζε η υγρασία και δεν έβγαζε τοξικούς καπνούς όταν εκρηγνυόταν. Έκλεισε στην παλάμη του ένα από τα μπαστουνάκια με την κρύα και γυαλιστερή επιφάνεια. Ο κύριος Άλφρεντ Νόμπελ, συλλογίστηκε, ήταν σπάνιος χαρακτήρας. Ποιος άλλος θα μπορούσε να προκαλέσει τόση καταστροφή κι ύστερα να κοιμάται ήσυχος στον τάφο του; «Σύντροφε», είπε ο Σεργκέγιεφ, «λυπάμαι, αλλά πρέπει να φύγω».
Ο Αρκίν τον κοίταξε υψώνοντας το ένα του φρύδι.
«Τι συμβαίνει; Έχεις ταραχτεί;»
«Όχι. Ανησυχώ για τη γυναίκα μου. Γεννάει όπου να ναι, κι όμως δουλεύει ακόμα στο εργοστάσιο που φτιάχνει κόλλες κι οι αναθυμιάσεις την αρρωσταίνουν».
«Αχ, η οικογένεια.»
«Μην το λες με τέτοιο ύφος».
Ο Αρκίν χαμογέλασε.
«Σεργκέγιεφ, θα ρθει μια μέρα που οι οικογένειες θ’ ανήκουν στο παρελθόν». Λοξοκοίταξε τον παπά. «Το ίδιο κι η θρησκεία, "το όπιο του λαού", όπως τόνισε ο Καρλ Μαρξ.
Πάνω απ’ όλα θα βρίσκεται το κράτος. Όταν θα έχεις ένα τέλειο κρατικό σύστημα, θα έχεις και έναν ευχαριστημένο πληθυσμό. Το κράτος πρέπει να είναι πάνω απ’ την οικογένεια. Αυτό θα είναι η οικογένεια μας».
«Συμφωνώ μαζί σου, φυσικά», είπε ο Σεργκέγιεφ ανασηκώνοντας αδέξια τους ώμους. «Όχι, όμως, απόψε». Σηκώθηκε και τράβηξε προς την πόρτα. «Μην τιναχτείτε στον αέρα», είπε γελώντας κι έφυγε βιαστικά προτού προλάβουν οι άλλοι να φέρουν αντιρρήσεις.
Ο Αρκίν κι ο παπάς έσκυψαν πάλι στο τραπέζι.
«Είναι καλός άνθρωπος», σχολίασε ο Μορόζοφ.
«Είναι σπουδαίος ρήτορας και αφοσιωμένος στον αγώνα», συμφώνησε ο Αρκίν καθώς έχωνε τον πυροκροτητή στη μια άκρη του μπαστουνιού. Με την πένσα του έκλεισε προσεκτικά το χαλκό. Αν το παράσφιγγε μπορούσε να εκραγεί.
«Μα δεν αντέχει τους σκοτωμούς».
«Κι εσύ;» τον ρώτησε ο παπάς.
«Εγώ θα κάνω ό,τι πρέπει να κάνω».
«Ακόμα και να δουλεύεις για μια οικογένεια που σιχαίνεσαι; Για τον υπουργό Ιβάνοφ;»
«Ναι, πάτερ. Δουλεύω γι’ αυτό το παράσιτο και το κατασκοπεύω. Όπως κι εσύ, θα κάνω ό,τι απαιτεί ο αγώνας μας. Ο Ιβάνοφ έχει τριάντα υπηρέτες για να κανακεύουν τέσσερις κακομαθημένους ανθρώπους. Αν άφηναν όλους τους υπηρέτες της Πετρούπολης να πάνε να δουλέψουν για κάτι χρήσιμο, πόσο διαφορετική πόλη θα είχαμε!»
«Το χεις προτείνει αυτό στους Ιβάνοφ;» τον ρώτησε μαλακά ο Μορόζοφ.
Η ειρωνεία του έκανε τον Αρκίν να γελάσει. Γέλασε και τύλιξε μένα κομμάτι σύρμα τα μπαστουνάκια με τους πυροκροτητές. Ύστερα μέτρησε το φιτίλι που είχε προσαρμόσει. Ήταν βραδύκαυστο, καιγόταν μισό μέτρο το λεπτό.
Σου δίνε αρκετό χρόνο για να το σκάσεις. Το μέτρησε ξανά και το έκοψε στο ένα μέτρο.
Ο σφυγμός του ήταν σταθερός κι αυτό τον ευχαρίστησε.
Ο πάτερ Μορόζοφ είπε μια προσευχή πάνω από τη βόμβα και τη σταύρωσε. Έτσι έκανε κάθε φορά.
Προτού σκοτώσουν.
Ο Γιενς βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο θόρυβος μες στη σήραγγα ήταν εκκωφαντικός κι ωστόσο του άρεσε να έρχεται συχνά εδώ. Ήθελε να κατεβαίνει στους υπονόμους για να βεβαιώνεται ότι η εργασία προχωρούσε γρήγορα, για να διαπιστώνει ότι οι επιστάτες έβαζαν τους εργάτες να σκάβουν σύμφωνα με τα σχέδια του.
Ο αέρας έγινε βαρύς κι αναγκάστηκε να σκύψει πολύ κάτω από το χαμηλό ταβάνι. Νερά έσταζαν στους ώμους του.
Ο δυνατός φακός που κρατούσε έριχνε ένα φωτεινό κύκλο στους τοίχους, κι ο Γιενς επιθεώρησε προσεκτικά την πλινθοδομή που κάθε τόσο άπλωνε το χέρι του και την έπιανε.
Δεν του έφτανε η όραση, ήθελε να χρησιμοποιεί και την αφή του. Ένας δυνατός θόρυβος ήρθε από μπροστά κι οι ράγες που περνούσαν ανάμεσα στα πόδια του τρεμούλιασαν.
Ερχόταν ένα βαγονέτο με μπάζα.
«Βαγονέτο!» φώναξε.
Οι τρεις άντρες που ακολουθούσαν πήδηξαν στην άκρη και στάθηκαν με τις πλάτες κολλημένες στον τοίχο της σήραγγας. Ο θόρυβος του βαγονέτου τους έσπασε τα τύμπανα καθώς περνούσε ξέχειλο μπάζα. Οι δυο εργάτες που το σπρωχναν φορούσαν πανομοιότυπες φόρμες και πάνινα καλύμματα στο κεφάλι για να προστατεύονται από τα νερά που έσταζαν συνέχεια. Τα πρόσωπα τους ήταν κατάμαυρα από χώματα και λάσπες. Κι ήταν γυναίκες. Οι άντρες έκαναν το σκάψιμο, τα μπάζα τα κουβαλούσαν γυναίκες.