«Ελεύθερος ο δρόμος!» φώναξε ο Γιενς.
Το βαγονέτο όμως κουνιόταν κάπως παράξενα. Πλησίασε και κλότσησε μια ράγα. Αυτή μετακινήθηκε. Ο Γιενς στράφηκε σ’ έναν από τους άντρες πίσω του.
«Σφίξτη. Δεν θέλω ατυχήματα», είπε.
Τα είχε σιχαθεί τα ατυχήματα, τον αρρώσταιναν. Έφταιγε το σκοτάδι. Οι εργάτες δεν έβλεπαν, οι βάρδιες τους ήταν ατέλειωτες, τα εργαλεία στομωμένα, το μεροκάματο ελάχιστο.
Κι όλοι κατηγορούσαν αυτόν.
το αίμα έκανε τα πάντα να γλιστράνε. Ο Γιενς κρατούσε μ όλη του τη δύναμη τον άντρα καθηλωμένο στην καρέκλα, αδιαφορώντας για τις φωνές και τις κατάρες του. Τον κρατούσε από πίσω: το ένα του μπράτσο έσφιγγε το στήθος και με το άλλο του χέρι ακινητοποιούσε τον αγκώνα του. Ο τραυματίας τεντωνόταν σαν τόξο από τον πόνο και τίναζε συνέχεια το κεφάλι του κοπανώντας το σαγόνι του Γιενς.
«Κράτα τον καλά!» μούγκρισε ο γιατρός Φεντόριν.
Μένα τελευταίο τράβηγμα που προκάλεσε καινούργια βογκητά, ο Φεντόριν ανασηκώθηκε. Τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα και το πρόσωπο του μουσκεμένο απ’ τον ιδρώτα.
«Σεργκέγιεφ, έκανα ό,τι μπορούσα», είπε.
Ο άντρας κοίταξε με θολωμένα μάτια το τσακισμένο δεξί του μπράτσο κι άφησε ένα ακόμα βογκητό. Τα κόκαλα διακρίνονταν ακόμα κάτω από το πηγμένο αίμα, αλλά είχαν μπει στη θέση τους. Ο Γιενς ένιωσε το στήθος του Σεργκέγιεφ να τρέμει και χαλάρωσε το σφίξιμο του. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του σκαφτιά.
«Ο γιατρός έκανε καλή δουλειά», του είπε.
Καλή δουλειά; Πώς μπορούσε να το λέει αυτό; Το χέρι του εργάτη ήταν λιώμα. Ο γιατρός βέβαια είχε κάνει ό,τι μπορούσε, αλλά πώς θα έβγαζε τώρα το ψωμί του τούτος ο άνθρωπος; «Δώσ’ του κι άλλη μορφίνη», είπε ο Γιενς.
«Τι να μου κάνει η μορφίνη;» βόγκησε ο Σεργκέγιεφ.
«Δεν μπορώ πια να δουλέψω».
Ωστόσο, κατάπιε το φάρμακο που του δώσε ο γιατρός μ ένα κουταλάκι.
«Θα δέσει το μπράτσο σου», τον διαβεβαίωσε. «Ίσως δεν θα είναι τόσο ίσιο και δυνατό όπως πριν, αλλά θα δέσει. Είσαι αρκετά νέος, θα γιάνει σύντομα».
Έπλυνε το θρυμματισμένο μέλος με ζεστό νερό και ιώδιο κι ύστερα του έραψε την κομματιασμένη σάρκα, ενώ ο Γιενς πίεζε τον αγκώνα για να εμποδίζει την αιμορραγία. Όταν μπήκε ο νάρθηκας και έγινε η επίδεση και του κρέμασαν το μπράτσο σε μια κούνια, ο Γιενς έβγαλε απ’ το συρτάρι του πρόχειρου γραφείου του ένα μπουκάλι κονιάκ και γέμισε τρία τσίγκινα κύπελλα.
«Ελάτε, πιείτε», είπε κι έδωσε από ένα κύπελλο στον Σεργκέγιεφ και το γιατρό. Ο δόκτωρ Φεντόριν κατέβασε με μια γουλιά το μισό κονιάκ και με το υπόλοιπο έπλυνε τα χέρια του. Ο Γιενς ήξερε πως αυτά τα ατυχήματα δεν έπρεπε να συμβαίνουν. Κάποιος, κάπου, έκανε χαζές οικονομίες.
Ξαναγέμισε το κύπελλο του σκαφτιά που είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει κάπως το χρώμα του.
«Σπασίμπα, ντιρεκτόρ Φρίις», είπε αυτός και ύψωσε το κύπελλο του προς τον Γιενς και το γιατρό.
«Σεργκέγιεφ, πάρε αυτά τα χρήματα», είπε ο Γιενς βγάζοντας από το συρτάρι του ένα πάκο χαρτονομίσματα. «Για να θρέψεις την οικογένεια σου».
Ο άντρας άφησε το κύπελλο και πήρε τα λεφτά. Τα δάχτυλα του τα σφιξαν πασαλείβοντας τα με αίματα. Ο Γιενς ακούμπησε ξανά το χέρι του στον ώμο του.
«Σεργκέγιεφ, είσαι καλός εργάτης. Σε θέλω ξανά εδώ όταν γίνει καλά το μπράτσο σου».
Ο σκαφτιάς κοίταξε τα ρούβλια που κρατούσε στη χούφτα του.
«Θα μου κρατήσεις τη θέση μου;» ρώτησε.
«Μάλιστα».
«Του επιστάτη δεν θα του αρέσει η ιδέα».
«Ο επιστάτης θα κάνει αυτό που θα του πω εγώ».
Ο εργάτης χαμογέλασε λιγάκι.
«Ντα. Ασφαλώς».
Ο Γιενς ένιωσε την ατμόσφαιρα να βαραίνει.
«Πήγαινε σπίτι σου», είπε. «Και κοίταξε να γίνεις καλά».
«Το τραύμα θα χρειαστεί αλλαγή», υπενθύμισε ο γιατρός.
Ο Σεργκέγιεφ είχε πάντα καρφωμένο το βλέμμα του στα λεφτά.
«Δεν έχω να σε πληρώσω, ντοκτόρ».
Ο Φεντόριν κοίταξε τον Γιενς.
«Ο ντιρεκτόρ σου έχει την καλοσύνη να καλύψει αυτός τα έξοδα».
Ο εργάτης σήκωσε αργά το βλέμμα.
«Ντιρεκτόρ, πες μου, σκοπεύεις να πληρώνεις από την τσέπη σου το γιατρό για κάθε άνθρωπο που θα παθαίνει κάτι εδώ στη σήραγγα; Να κρατάς τη θέση όποιου τραυματίζεται; Θα τα κάνεις αυτά για όλους τους εργάτες της Πετρούπολης; Ακόμα και για κάτι σακάτηδες σαν εμένα;»
Ο Γιενς τον άδραξε απ’ το γερό του μπράτσο και τον σήκωσε από την καρέκλα.
«Τράβα σπίτι σου, Σεργκέγιεφ. Πήγαινε στη γυναίκα σου».