«Το κόστος.» μουρμούρισε ξανά ο υπουργός. «Πέρσι αναγκαστήκαμε να περικόψουμε κεφάλαια από τον Υπέρσιβηρικό σιδηρόδρομο για να βρούμε το ένα εκατομμύριο ρούβλια που χρειάστηκαν για εκείνο το αναθεματισμένο άγαλμα του πατέρα του αυτοκράτορα μας».
«Κύριε υπουργέ», αποκρίθηκε ο Γιενς μιλώντας εξίσου σιγανά με τον Νταβίντοφ, «η τοποθεσία εδώ ήταν άλλοτε απέραντοι βάλτοι. Πλημμυρίζει ακόμα. Αναγκαζόμαστε καθημερινά να αντλούμε νερά από τις σήραγγες, καθώς τις κατασκευάζουμε. Έχουμε συχνές κατακρημνίσεις των οροφών εξαιτίας.» γύρισε και στενεύοντας τα μάτια κοίταξε τον Χραστσίν απέναντι του, «εξαιτίας της έλλειψης ξύλινων υποστηριγμάτων και φωτιστικών».
«Δεν πρέπει να καλοπιάνεις τους φτωχούς», τον διέκοψε ο Νταβίντοφ.
«Πόσο δίκιο έχετε, κύριε υπουργέ!» συμφώνησε μαζί του ο Χραστσίν. «Δουλεύουν καλύτερα όταν πεινάνε».
Ο Γιενς κοίταξε μια τον έναν μια τον άλλον, κι ακούΜπησε βαριά τα χέρα του στο τραπέζι σαν να ήθελε να λιώσει τα λόγια τους.
«Οι άντρες δουλεύουν καλύτερα», είπε, «όταν δεν φοβούνται την κάθε στιγμή πως θα πεθάνουν». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο τσάρος μου ζήτησε να του αναφέρω προσωπικά την πρόοδο που σημειώνεται στο έργο. Το έχει περί πολλού. Μήπως πρέπει να του πω ότι εμποδίζομαι να προχωρήσω ταχύτερα από εσάς, κύριε υπουργέ, κι από σένα, Χραστσίν;»
Ο Νταβίντοφ ανασήκωσε τα παχιά του φρύδια.
«Αλήθεια; Σου ζήτησε η Μεγαλειότητα του να του δίνεις αναφορά;»
«Μάλιστα», είπε ψέματα ο Γιενς.
«Χραστσιν», είπε προστακτικά ο υπουργός, «ας ξανασκεφτούμε τη χρηματοδότηση».
Ο Γιενς άναψε άλλο ένα τσιγάρο κι έκπληκτος είδε ότι τα χέρια του δεν έτρεμαν. Μόλις είχε αποκτήσει δυο ισχυρούς εχθρούς.
Η κόμισσα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μοσχοβολούσε ροδόσταμο.
«Νευρικός είσαι σήμερα», είπε η Ναταλία Σερόβα. Έπιασε μια τούφα απτα κόκκινα μαλλιά του Γιενς, τα τύλιξε στα δάχτυλα της και τα τράβηξε μαλακά. Μερικές φορές, ο Βίκινγκ πίστευε ότι η γυναίκα αυτή,θα θελε να τον κάνει κομματάκια και να τα κρύψει στις τσέπες της για να τον έχει ολοκληρωτικά δικό της.
«Δεν είμαι νευρικός, Ναταλία. Ανυπόμονος είμαι».
«Για ποιο πράγμα;»
«Για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν».
«Αχ, Γιενς, μην αρχίζεις πάλι τα ίδια». Έσκυψε πάνω του και τον φίλησε στο μέτωπο. «Κάνε για λίγο αυτό το δανέζικο μυαλό σου να πάψει να δουλεύει σαν τρελό».
«Ο Νταβίντοφ προσπαθεί να με βγάλει απ’ τη δουλειά».
«Μα κι εσύ, καλέ μου, δεν μπορείς να του κάνεις τα κέφια του; Για τόνομα του Θεού!» Κατέβασε με ορμή το χέρι της στο γυμνό του στήθος και τον ταρακούνησε δυνατά. «Ξέρεις ότι ο Στολίπιν είναι με το μέρος του, σωστά; Άρα, ούτε που να το σκέφτεσαι ότι μπορείς να τα βάλεις με τον πρωθυπουργό μας». Στριφογύρισε δραματικά τα μάτια της μες στις κόγχες τους. «Γιατί θα χάσεις», συμπλήρωσε. Σύρθηκε έπειτα πάνω στο τεράστιο κρεβάτι της κι έπεσε στα μαξιλάρια. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν είσαι τόσο βλάκας».
Εκείνος της χάιδεψε το πόδι.
«Όχι», αποκρίθηκε. «Δεν είμαι τόσο βλάκας».
«Ο Στολίπιν είναι σαν τα στοιχεία της φύσης. Αληθινός γίγαντας, τα βάζει με όλον τον κόσμο».
«Ακόμα και με τον τσάρο Νικόλαο, ο οποίος τον φοβάται.
Όπως φοβόταν και τον πατέρα του», είπε ο Γιενς κι ανακάθισε στο κρεβάτι. «Τη σιχάθηκα την πολιτική! Πες μου, τι κάνει ο γιος σου;»
«Ο Αλεξέι είναι μια χαρά, Σ’ ευχαριστώ».
Ο Γιενς είχε δεσμό με την κόμισσα τρεις ολόκληρους μήνες προτού μάθει ότι αυτή είχε ένα γιο. Κάποια στιγμή, κι ενώ είχαν περάσει ένα ολόκληρο απόγευμα πλημμυρισμένο από σαμπάνια, του είχε εξομολογηθεί ότι πατέρας του παιδιού της δεν ήταν ο άντρας της, ο κόμης Σερόφ. Παραδέχτηκε ότι είχε αδυναμία στους πρασινομάτηδες και για ένα διάστημα είχε εραστή ένα φανταχτερό αξιωματικό με μάτια στο χρώμα του αψεντιού. Είχε σκοτωθεί όμως σε μια μάχη στα φινλανδικά δάση. Ο Γιενς δεν ήταν ποτέ βέβαιος πότε έλεγε αλήθεια η κόμισσα Σερόβα. Πάντως, ο κόμης Σερόφ έδινε ελάχιστη προσοχή στο παιδί. Ο Αλεξέι ήταν έξι χρόνων και στον Γιενς άρεσε να τον πηγαίνει να κάνουν ιππασία.
«Η ανιψιά μου, η Μαρία, θα έρθει να περάσει μαζί μου τα Χριστούγεννα», του είπε τώρα η κόμισσα σέρνοντας τα νύχια της στη σπονδυλική του στήλη. «Θα θελες να την ξαναδείς; Θυμάσαι το ρεσιτάλ;»
Η ανάμνηση του ρεσιτάλ ήρθε με απίστευτη καθαρότητα στο μυαλό του Γιενς. Αξέχαστη του είχε μείνει εκείνη η μουσική! Μαζί με μια μάζα μαύρα μαλλιά πάνω από το πιάνο και κάτι τεράστια μαύρα μάτια να τον κοιτάζουν με θυμό.
8
«Πώς είναι, αδελφή Σόνια;»
«Ποιο πράγμα;»
«Η ζωή της νοσοκόμας. Το να βοηθάς συνέχεια κάποιον».
Η γυναίκα την κοίταξε με καλοσύνη.
«Γιατί ρωτάς;»