Выбрать главу

«Γιατί αποφάσισα να εκπαιδευτώ ως νοσοκόμα».

«Νοσοκόμα; Εσύ;» Η Σόνια έβαλε τα γέλια κι η Βαλεντίνα ένιωσε σαν να τη χαστούκιζε. Η νοσοκόμα πρόσεξε την έκφραση της και σταμάτησε αμέσως να γελάει. «Μιλάς σοβαρά;»

«Μάλιστα».

«Το έχεις πει στους γονείς σου;»

«Μάλιστα».

Σιωπή βασίλεψε στο δωμάτιο. Έξω απ’ το παράθυρο χοντρές νιφάδες χιονιού σαν τα λευκά πέταλα των λουλουδιών της μηλιάς έπεφταν και σκέπαζαν τον κήπο.

«Και τι σου είπαν;»

Η Βαλεντίνα προσπάθησε να γελάσει.

«Ο μπαμπάς με απείλησε πως θα με μαστιγώσει».

«Βαλεντίνα, εσύ δεν μπορείς να γίνεις νοσοκόμα».

«Και γιατί όχι;»

«Γιατί είσαι πολύ ντελικάτη κι εύθραυστη. Θα μαραζώσεις και θα πεθάνεις μέσα στη σκληρή πραγματικότητα των νοσοκομείων. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν είναι καθόλου ευχάριστα μέρη τα νοσοκομεία».

«Εσύ όμως επέζησες».

«Εγώ μεγάλωσα σε αγρόκτημα».

Σαυτό η Βαλεντίνα δεν είχε τίποτα ναπαντήσει. Κοίταξε τα χέρια της με τα ίσια δάχτυλα. Δεν της φαίνονταν καθόλου ντελικάτα και εύθραυστα- αντίθετα, της φαίνονταν δυνατά.

«Αδελφή», είπε καθώς η Σόνια σηκωνόταν να φύγει, «θα με μάθεις μερικά πράγματα για τη νοσηλευτική;»

Η νοσοκόμα κούνησε το κεφάλι και την κοίταξε τρυφερά και θλιμμένα.

«Νιετ, μαλίσκα. Όχι, μικρούλα μου. Δεν μπορώ να σου διδάξω τη νοσηλευτική, γιατί θα μας μαστιγώσουν και τις δύο έξω στο χιόνι».

«Σπασίμπα, μικρή κυρία», είπε η βοηθός της μαγείρισσας κι έκανε μια υπόκλιση.

«Καλά Χριστούγεννα, Αλίσα», αποκρίθηκε η Βαλεντίνα.

Κάθε χρόνο, την Παραμονή των Χριστουγέννων, η οικογένεια Ιβάνοφ έδινε δώρα στους υπηρέτες. Το μεγάλο σπίτι ήταν στολισμένο με πράσινες γιρλάντες κι ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η Βαλεντίνα ήταν πρώτη στη σειρά, μοίραζε γλυκά και σαπούνια, έσφιγγε χέρια. Δίπλα της, η μητέρα της, φορώντας γάντια και μ ένα τυπικό χαμόγελο απολιθωμένο στο πρόσωπο της, μοίραζε κομμάτια καλό μάλλινο ύφασμα στις γυναίκες, καινούργια ξυράφια και σακούλια με καπνό στους άντρες. Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα επέμενε οι άντρες του υπηρετικού προσωπικού της, ακόμα κι οι κηπουροί, να είναι καλοξυρισμένοι. Ο πατέρας της οικογένειας με την πλάτη γυρισμένη στο τζάκι ξερόψηνε τα οπίσθια του στη φωτιά κι έδινε σε κάθε μέλος του προσωπικού του ένα μικρό βελούδινο πουγκί με νομίσματα. Η Βαλεντίνα άκουγε το κουδούνισμα τους κι αναρωτιόταν τι ποσό περιείχε κάθε πουγκί.

«Καλά Χριστούγεννα, δεσποινίς Βαλεντίνα».

«Καλά Χριστούγεννα και σε σένα, Αρκίν».

Πρώτη φορά έβλεπε το σοφέρ χωρς στολή. Ήταν ντυμένος μένα κομψό σακάκι και καθαρό άσπρο πουκάμισο, λιανός κι αθλητικός. Η έκφραση του αποφασιστική. Ο ευθύς τρόπος με τον οποίο την κοίταζε κατάματα την έκανε ναναρωτηθεί τι σκέψεις να κρύβονταν πίσω απτα ψυχρά γκρίζα του μάτια. Του έβαλε στην πεντακάθαρη χούφτα τα γελοία γλυκάκια και το σαπούνι.

«Σπασίμπα», είπε εκείνος, αλλά το χαμόγελο του δεν θύμιζε σοφέρ.

«Αρκίν, τα κατάφερες πολύ καλά τις προάλλες που μπλέξαμε στη Μόρσκαγια. Σ’ ευχαριστώ».

Εκείνος κάτι πήγε να πει, μα το κατάπιε κι έσκυψε σεβαστικά το κεφάλι.

«Πού είναι ο Λιεβ Ποπκόφ;» τον ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Δεν τον βλέπω πουθενά».

Το βλέμμα του Αρκίν σκλήρυνε.

«Είναι απασχολημένος στους στάβλους», της απάντησε.

«Αρρώστησε κανένα άλογο;» ρώτησε συνοφρυωμένη η Βαλεντίνα.

«Να ρωτήσετε τον ίδιο, δεσποινίς Βαλεντίνα».

«Εσένα ρωτάω».

Την κάρφωσε κάθε άλλο παρά ευγενικά με το βλέμμα του.

«Δεν νομίζω πως έχει αρρωστήσει κάποιο άλογο», της είπε.

«Ο Λιεβ δεν είναι καλά;»

«Βαλεντίνα, καλή μου, καθυστερείς τη σειρά», μίλησε αυστηρά η μητέρα της. «Προχώρησε, Αρκίν».

Ο σοφέρ προχώρησε αμέσως για να πάρει το επόμενο δώρο του. Κι εκείνο που κρυβόταν κάτω από το ευγενικό παρουσιαστικό του έκανε τη Βαλεντίνα νανατριχιάσει.

«Λιεβ. Λιεβ.»

Πού στην οργή βρισκόταν; «Λιεβ Ποπκόφ!» φώναξε κι η φωνή της αντήχησε μέσα στους στάβλους.

Τον βρήκε. Με τα μάτια κλειστά, τα βαριά του μέλη άψυχα ήταν ξαπλωμένος πάνω σένα σωρό άχυρα σένα άδειο παχνί. Η καρδιά της Βαλεντίνας σταμάτησε απότομα. Όχι πάλι! Πρώτα ο πατέρας του, ο Συμεών, και τώρα ο Λιεβ. Μυρωδιά αίματος γέμισε ξανά τα ρουθούνια της.

Κι άρχισε να ουρλιάζει.

«Σταμάτα να χαλάς τον κόσμο, γαμώτο! Τρομάζεις τ άλογα».

Σταμάτησε. Πήρε μιαν ανάσα και κοίταξε έξω φρενών τον Λιεβ. Έξυνε τη μασχάλη του και την κοίταζε μένα μισόκλειστο μάτι.

«Ηλίθιε, χοντροκέφαλε Κοζάκε!» ούρλιαξε η Βαλεντίνα.

«Με κατατρόμαξες! Νόμισα πως ήσουν νεκρός!»

Ο Λιεβ έπαψε να μορφάζει. Ψέλλισε κάτι ακαταλαβίστικο κι έφερε στα χείλη του μια μπουκάλα βότκα. Ήπιε, και το διάφανο υγρό πασάλειψε το λαιμό του κι έτρεξε στο άχυρο. Η μπουκάλα είχε σχεδόν αδειάσει.

«Λιεβ, είσαι μεθυσμένος».