«Ασφαλώς και είμαι μεθυσμένος, ανάθεμα με!»
«Κι εμένα μου φάνηκε πως μύρισα αίμα».
«Εσύ όλο φαντάζεσαι πράγματα».
«Ο μπελάς που θα βρεις όμως δεν θα ναι φανταστικός».
Ο Λιεβ την κοίταξε μορφάζοντας και στράγγισε την μπουκάλα του. Το στόμα του έχασκε σαν μαύρη σπηλιά.
«Μη, Λιεβ!» τον μάλωσε η κοπέλα.
Εκείνος της πέταξε την μπουκάλα, μα δεν την έφτασε.
«Τι φοβάσαι;» τη ρώτησε.
«Δεν θέλω να σε μαστιγώσουν».
«Χα!»
Η Βαλεντίνα κοίταξε το πακέτο με τα γλυκά και το σαπούνι που κρατούσε ακόμα στη χούφτα της. Της φάνηκε γελοίο.
«Ο πατέρας μου σου έχει ένα κανονικό δώρο», είπε.
Ο Λιεβ έσκασε στα γέλια.
«Μου το δώσε ήδη».
«Το πουγκί με τα ρούβλια;»
Τα μάτια του Κοζάκου στένεψαν, έγιναν δυο μαύρες χαραμάδες.
«Νιετ, όχι τα ρούβλια».
«Τι τότε; Το ξυράφι και τον ταμπάκο;»
Αντί για απάντηση, ο μεγαλόσωμος άντρας ανακάθισε απότομα κι έβγαλε τη μαύρη πουκαμίσα του αποκαλύπτοντας ένα πλατύ στήθος σκεπασμένο με μαύρες κατσαρές τρίχες. Η Βαλεντίνα κοίταζε μαγνητισμένη. Δεν είχε ξαναδεί μισόγυμνο άντρα.
«Είσαι μεθυσμένος», είπε ξανά. «Φόρα την πουκαμίσα σου γιατί θα ξεπαγιάσεις».
Ο Λιεβ όμως πέταξε πέρα την πουκαμίσα και ξάπλωσε μπρούμυτα στα άχυρα.
«Λιεβ!» πρόφερε η Βαλεντίνα με κομμένη την ανάσα μόλις είδε την πλάτη του.
Οι τεράστιοι, μύες του ήταν κομματιασμένοι. Κόκκινες διαγώνιες γραμμές του χάραζαν την πλάτη τόσο τακτικά, που λες και ήταν ζωγραφισμένες. Η Βαλεντίνα πλησίασε και γονάτισε δίπλα του. Κομμάτια σάρκας ξεπετιόνταν από τις χαρακιές, κόκκινα, ματωμένα.
«Γιατί;» ρώτησε ψιθυριστά. Το ποιος, το ξερέ.
Ο Ποπκόφ γύρισε ανάσκελα, πήρε την πουκαμίσα του και τη φόρεσε. Πώς τα κατάφερνε και κουνιόταν με τέτοιες πληγές στην πλάτη; «Γιατί έκανε τέτοιο πράγμα;» ρώτησε η Βαλεντίνα νιώθοντας ντροπή για τον πατέρα της.
Ο Ποπκόφ τράβηξε άλλη μια μπουκάλα βότκα μέσα απ τα άχυρα.
«Χθες», είπε ανοίγοντας τη γεμάτη μπουκάλα, «πήγα στο δωμάτιο της αδελφής σου την ώρα που έλειπε η νοσοκόμα».
«Αχ, Λιεβ.»
Ο Κοζάκος ανασήκωσε τους ώμους και βάλθηκε να βυζαίνει την μπουκάλα.
«Ήθελα απλά να της δώσω ένα δωράκι για τα Χριστούγεννα».
«Μα στην κρεβατοκάμαρα της;»
«Έχω πάει πολλές φορές για να τη σηκώσω απ’ το αναπηρικό καροτσάκι».
«Ποτέ όμως χωρίζ να να παρούσα η αδελφή Σόνια».
«Σωστά. Ο πατέρας σου ήρθε και με βρήκε να κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού της και να συζητάμε. Και γι’ αυτό με μαστίγωσε».
Η Βαλεντίνα όρμησε πάνω του και βάλθηκε να χτυπάει με τις μικρές γροθιές της το τεράστιο στήθος του. Εκείνος έσκασε στα γέλια.
«Ηλίθιε! Βλάκα!» του φώναξε. «Είσαι τρελός! Σου άξιζε το μαστίγωμα!»
Ο Ποπκόφ την άρπαξε από τους καρπούς και της έχωσε την μπουκάλα στη χούφτα.
«Έλα, πιες λίγο», της είπε.
Η Βαλεντίνα κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τη βότκα, ανατρίχιασε ολόκληρη κι έφερε την μπουκάλα στα χείλη της.
Ένιωσε μεγάλη ζεστασιά μέσα της. Ο άνεμος έγδερνε τους ξύλινους τοίχους των στάβλων. Μέσα στο κεφάλι της πετάριζε ευχάριστα κάτι. Σαν πεταλούδα. Τα χείλη της χαμογελούσαν άθελα της, από μόνα τους. Ήταν καθισμένη στο πάτωμα με την πλάτη νακουμπάει στο παχνί και τα πόδια της βυθισμένα στάχυρα. Πώς μπήκε μέσα της όλη αυτή η κάψα; Σαν έκανε να κλείσει τα μάτια της, κάτι άρχιζε να βουίζει στο κεφάλι της κι έγερνε στο πλάι.
«Αρκετά ήπιες, Βαλεντίνα. Πήγαινε να πλαγιάσεις». Ο Ποπκόφ την κλότσησε στο γοφό λες και ήταν κανένα γουρούνι. «Φύγε από δω», γρύλισε.
«Τι της έδωσες;»
«Ποιανής;»
«Λέγε».
«Ένα πέταλο». Κοίταξε με μάτια θολά τάχυρα. «Το γυάλισα και.» Ένιωθε άβολα, ήταν φανερό. «Έπλεξα γύρω του κισσό και κουμαριές».
Η Βαλεντίνα σκέφτηκε πως αυτό ήταν το πιο τέλειο δώρο που θα μπορούσε να φανταστεί.
«Για μένα δεν έχει τίποτα;» ρώτησε.
Ο Ποπκόφ την κοίταξε κατάματα.
«Εσύ ήπιες τη βότκα μου. Τι άλλο θέλεις;»
Η Βαλεντίνα έβαλε τα γέλια. Ο κόσμος μπερδευόταν γύρω της.
«Η μαμά κι ο μπαμπάς με υποχρεώνουν να πάω σένα χριστουγεννιάτικο χορό», είπε κι έκλεισε τα μάτια της. Το σύμπαν άρχισε να γυρίζει, και τα ξανάνοιξε αμέσως. Ο αναθεματισμένος Κοζάκος την κοίταζε κι έδειχνε να διασκεδάζει.
«Μέθυσες», της είπε.
«Τράβα από δω», τα λόγια της βγήκαν μισά.
Την άλλη στιγμή ένιωσε πως πετούσε. Άνοιξε λιγάκι τα μάτια της κι είδε μαύρες λουρίδες να στριφογυρίζουν γύρω «Λιεβ, άφησε με κάτω».
Εκείνος την αγνόησε.
Η Βαλεντίνα συνειδητοποίησε ότι ο Κοζάκος τη μετέφερε στο σκοτεινό σπίτι περνώντας την από την είσοδο υπηρεσίας. Άνοιξε εντελώς τα μάτια μόνο όταν ο Κοζάκος την πέταξε χωρίς ίχνος ευγένειας πάνω στο κρεβάτι της.
«Λιεβ.» μουρμούρισε προσπαθώντας να κρατήσει το ταβάνι στη θέση του, «δεν νομίζω.»