«Κοιμήσου», γρύλισε εκείνος.
«Σπασίμπα, Λιεβ».
Ο Κοζάκος όμως είχε φύγει κιόλας.
«Παίξε μου κάτι».
Βρίσκονταν μόνες τους στην αίθουσα μουσικής κι η Κάτια καθόταν στο αναπηρικό καροτσάκι της. Η Βαλεντίνα ένιωθε ακόμα το κεφάλι της να πάει να σπάσει, αλλά τουλάχιστον τώρα μπορούσε να το κρατάει όρθιο. Λεν θα ξαναβάλω στο στόμα μου βότκα σόλη μου τη ζωή, ορκίστηκε. Καταράστηκε τον Λιεβ και την μπουκάλα του, καταράστηκε τον τρόπο με τον οποίο το άλλο πρωί έβγαλε τα άλογα απτα παχνιά σφυρίζοντας κεφάτα ένα λαϊκό τραγούδι, χωρίς ίχνος αδιαθεσίας ύστερα από τόσο αλκοόλ.
«Σε παρακαλώ», είπε ξανά η Κάτια, «παίξε μου κάτι».
«Δεν είμαι στα καλά μου σήμερα», μουρμούρισε η Βαλεντίνα, μα άνοιξε το καπάκι του πιάνου. Η θέα των πλήκτρων που στέκονταν στη σειρά και την περίμεναν, τη χαλάρωσε. Η Κάτια γέλασε.
«Εσύ πάντα είσαι καλή», της είπε.β«Ακόμα κι όταν λες πως δεν είσαι στα καλά σου».
Η Βαλεντίνα πήρε βαθιά ανάσα και τα δάχτυλα της βρήκαν από μόνα τους τις πρώτες νότες από το «Νυχτερινό»
σε μι ύφεση του Σοπέν. Εκείνο που είχε παίξει για τον Βίκινγκ. Μονομιάς ξέχασε την ύπαρξη του κόσμου κι έπαιξε καλά. Εκπληκτικά καλά. Λες και η μουσική κυλούσε με το ρυθμό της καρδιάς της, πλημμύριζε όλο της το είναι κι έβγαινε από τις άκρες των δαχτύλων της.
«Βαλεντίνα». Η φωνή της μητέρας της. Πότε είχε έρθει; «Ώρα ναρχίσεις να ντύνεσαι για το χορό. Συμφώνησες ότι θα έρθεις, το θυμάσαι;»
Τα χέρια της Βαλεντίνας πάγωσαν πάνω στα πλήκτρα.
Κι ύστερα έπεσαν βαριά σε μια κακόφωνη συγχορδία.
«Ναι, μαμά, συμφώνησα», είπε.
Έκλεισε προσεκτικά το καπάκι του πιάνου και πήγε στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στην Κάτια. Άνοιξε ένα ασημένιο κουτάκι που βρισκόταν πάνω του κι έβγαλε ένα μικρό μπρούντζινο κλειδί. Επέστρεψε στο πιάνο, το κλείδωσε κι ύστερα πήγε στο παράθυρο, το άνοιξε λιγάκι και πέταξε το κλειδί έξω στο χιόνι. Χωρίς να πει λέξη, βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Βίκτορ Αρκίν κοίταξε το παραμορφωμένο είδωλο του που καθρεφτιζόταν στον μπρούντζινο προβολέα του «Τουρικούμ»
κι αναρωτήθηκε τι άλλο ήταν παραμορφωμένο μέσα του.
Τον ανησυχούσε η αγάπη που έτρεφε για τούτο το αυτοκίνητο. Είναι επικίνδυνο να αγαπάς κάτι -ή κάποιον- τόσο πολύ. Δείχνεις αδυναμία. Κι εκείνος δεν μπορούσε να έχει αδυναμίες. Χαμογέλασε, ωστόσο, κι έτριψε με το πανί του το γυαλιστερό μπλε φτερό του αυτοκινήτου.
«Έχεις μια επίσκεψη».
Στράφηκε. Στην πόρτα του γκαράζ στεκόταν ο Κοζάκος κι έδειχνε να το διασκεδάζει. Κακό σημάδι αυτό.
«Πού;»
«Στην αυλή».
Ο Αρκίν δίπλωσε το πανί του, το ακούμπησε σένα ράφι κι έπειτα πέρασε δίπλα απτον Κοζάκο και βγήκε στην αυλή. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει και δημιουργούσε σκιές στο λιθόστρωτο που θύμιζαν νεκρά πλάσματα. Στα δεξιά βρίσκονταν οι στάβλοι και το υπόστεγο της άμαξας, μπροστά του ήταν μια αντλία νερού κι αριστερά υψωνόταν μια καμάρα από την οποία ξεκινούσε ένα δρομάκι που βγάζε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Δίπλα στην καμάρα στεκόταν μια νέα. Είχε δεμένο σφιχτά στο κεφάλι της ένα μαντίλι για να την προστατεύει απτην παγωνιά και φορούσε ένα μακρύ παλτό που έδειχνε αντρικό. Έδειχνε να νιώθει άβολα κι έσκυβε το κεφάλι.
«Φίλη σου είναι;» ρώτησε ο Ποπκόφ γελώντας κι έκανε μια κίνηση σαν να ήταν φουσκωμένη η κοιλιά του. Ακόμα και κάτω απ’ το παλτό φαινόταν ότι η γυναίκα βρισκόταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
«Τράβα να ξυστρίσεις κανένα άλογο», είπε στον Κοζάκο ο Αρκίν και πλησίασε τη γυναίκα. Τη χαιρέτισε συγκρατημένα.
«Τι μπορώ να κάνω για σένα;» τη ρώτησε.
«Σου φέρνω μήνυμα από τον Μιχαήλ Σεργκέγιεφ».
Την έπιασε αμέσως απ’ το μπράτσο. Ήταν λεπτό και δεν πρόβαλε αντίσταση. Την οδήγησε στο γκαράζ κι εκεί, προφυλαγμένη πια από τον παγερό αέρα, η γυναίκα χαλάρωσε λιγάκι και χαμογέλασε αχνά.
«Είμαι η Λάρισα, η γυναίκα του Μιχαήλ».
Σαν κάτι να σπάσε μέσα του εκείνη τη στιγμή. Ο τρόπος που το είπε, τόσο απλά και με τόση περηφάνια, με το χέρι της ακουμπισμένο στη φουσκωμένη κβιλιά της, του θύμισε τη μητέρα του. Έτσι είχε μιλήσει κι εκείνη, πιάνοντας τη μεγάλη κοιλιά της. «Είμαι η Ρόζα, η γυναίκα του Μιχαήλ Αρκίν». Δυο βδομάδες μετά, εκείνη και το αγέννητο παιδί της πέθαναν από σηψαιμία επειδή ο πατέρας του δεν είχε λεφτά για γιατρό. Κι ο Βίκτορ ήταν εννέα χρόνων τότε.
Μια αίσθηση ίδια με πόνο. Πόσο θα θελε ένα δικό του παιδί! Και μια γυναίκα με φουσκωμένη κοιλιά - όσο κι αν έλεγε στον Σεργκέγιεφ πως η οικογένεια ανήκε στο παρελθόν. Ταραγμένος, προσπάθησε να της χαμογελάσει.
«Συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Τα χείλη της ήταν χλομά, μαύροι κύκλοι έζωναν τανήσυχα μάτια της.
«Ο Μιχαήλ χτύπησε. Ατύχημα στη δουλειά».
«Άσχημα;»
«Έσπασε το χέρι του».