Выбрать главу

Της χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Θα θρέψει γρήγορα. Ο Μιχαήλ είναι γερός».

Ήξερε όμως καλά τι σήμαινε τούτο το πράγμα. Χωρίς δουλειά δεν έχει λεφτά. Ούτε για φαγητό ούτε για το νοίκι, ούτε για το μωρό. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε τα τρία τελευταία του τσιγάρα και μερικά κέρματα. Αυτά είχε όλα κι όλα.

«Δώσε αυτά στον άντρα σου».

Εκείνη τα πήρε διστακτικά.

«Σου περισσεύουν;»

«Πες του να πάει στην εκκλησία του πατέρα Μορόζοφ.

Εκεί θα βρει ζεστό φαγητό».

«Σπασίμπα», ψιθύρισε εκείνη. «Το αφεντικό του του έδωσε αρκετά ρούβλια για να πληρώσουμε το νοίκι».

«Ασυνήθιστο αυτό. Ποιος είναι;»

«Ο ντιρεκτόρ Φρίις».

«Εσύ δουλεύεις ακόμα στο εργοστάσιο της κόλλας;»

Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους.

«Ντα. Ναι».

Ο Αρκίν ένιωσε να φουντώνει φωτιά μέσα του. Πόσο ήθελε να βασιλέψει δικαιοσύνη σε τούτη την καταραμένη πόλη! Ένας μπρούντζινος προβολέας. Αρκούσε να τον ξεριζώσει και να τον δώσει σαυτή τη γυναίκα να πάει να τον πουλήσει. Τα χρήματα που θα έπαιρνε θα φταναν για να γεννήσει μαξιοπρέπεια, να έχει φαγητό και να μπορεί να βυζάξει το μωρό της.

«Ο Μιχαήλ ανησυχεί.» είπε ταραγμένη η γυναίκα. «Για τη δουλειά που έχει να κάνει απόψε μαζί σου».

«Πες του να μην ανησυχεί. Θα τα καταφέρω μόνος μου.

Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς. Και φάε κάτι».

«Σπασίμπα».

«Καλή τύχη με το μωρό».

Εκείνη του χαμογέλασε γεμάτη ελπίδα. Και ξεκίνησε να διασχίσει αργά την αυλή με το ασταθές βήμα των μεθυσμένων και των εγκύων. Ο Αρκίν στάθηκε και την παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του. Λοιπόν, είχε έρθει η ώρα. Ένα νεύρο άρχισε να παίζει στο μάγουλο του κι όσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να το σταματήσει.

Μα ήταν έτοιμος γι’ αυτό που είχε να κάνει απόψε.

Του Γιενς δεν του άρεσε ο χορός. Είχε έρθει εδώ πέρα μόνο και μόνο για να στριμώξει τον υπουργό Νταβίντοφ, αλλά μέχρι στιγμής δεν τον είχε δει πουθενά. Περιπλανήθηκε λιγάκι στους πολυτελείς προθαλάμους του παλατιού Ανιτσκόφ, αλλά οι μαρμάρινοι κίονες τους και οι χρυσοποίκιλτες διακοσμήσεις τους του κάθονταν στο στομάχι. Κι έτσι πήγε σένα από τα σαλόνια όπου έπαιζαν χαρτιά.

Ύστερα από μια ώρα είχε γεμίσει τις τσέπες του ρούβλια και προσωπικά γραμμάτια. Τα απολάμβανε τα χαρτιά, μα τα φοβόταν κιόλας. Είχε δει πώς μπορούν να καταστρέψουν έναν άνθρωπο τα τυχερά παιχνίδια: Κάποια φορά, καθόταν δίπλα σ’ έναν άντρα που στη μέση του παιχνιδιού έβγαλε ένα ρεβόλβερ απτην τσέπη του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Και μια άλλη φορά, σένα σιδηροδρομικό σταθμό, αποχαιρέτισε ένα φίλο που τον έστελναν δέκα χρόνια στη Σιβηρία - είχε πάρει μέρος σε μια αυλική συνωμοσία με σκοπό να αφαιρεθεί ο έλεγχος του στρατού από το Μεγάλο Δούκα Βλαδίμηρο. Έπαιξε κι έχασε.

Έτσι ο Γιενς έπαιζε όποτε επέλεγε εκείνος. Κι επέλεγε σωστά.

«Φρίις, δεν περίμενα να σε βρω εδώ».

Ο Γιενς εξεπλάγη που ο Νταβίντοφ τον είχε εντοπίσει μ,έσα σε τόσο κόσμο, αλλά έτσι γινόταν πιο εύκολο το πρώτο βήμα.

«Καλησπέρα, κύριε υπουργέ».

Υποκλίθηκαν ελαφρά ο ένας στον άλλο, εντελώς τυπικά.

Ο Νταβίντοφ ήταν βλοσυρός άνθρωπος κι η προχθεσινή τους αντιπαράθεση για τη χρηματοδότηση σχετικά με τις σήραγγες έκανε ακόμα πιο παγερή τη στάση του απέναντι στον Γιενς. Φορούσε ένα κομψό φράκο με κολλαριστό λευκό γιλέκο και κολάρο, αλλά το ύφος του έδειχνε ότι τον απασχολούσαν άλλα πράγματα κι όχι η διασκέδαση. Τα μαγουλά του πάντως ήταν αναψοκοκκινισμένα κι ο Γιενς αναρωτήθηκε πόσο γαλλικό κονιάκ να είχε ήδη καταναλώσει.

«Καλησπέρα, μαντάμ».

Ο Γιενς υποκλίθηκε κρατώντας το χέρι της συζύγου του Αντρέι Νταβίντοφ, μιας μικροκαμωμένης μεσήλικης γυναίκας ντυμένης με μια επιθετικά πορφυρή τουαλέτα. Η κυρία Νταβίντοφ χαμογελούσε συνέχεια, λες κι ήθελε να αντισταθμίσει την αυστηρότητα του συζύγου της.

«Τι όμορφη βραδιά!» είπε ακτινοβολώντας. «Πόσο μου αρέσει να σας βλέπω με τα καλά σας όλους εσάς τους ευγενείς κυρίους!»

Οι αίθουσες ξεχείλιζαν από αξιωματικούς με μεγάλες στολές. Χρυσά σιρίτια και επωμίδες σπίθιζαν παντού, καθώς νεαροί στρατιωτικοί αμιλλόνταν μεταξύ τους για ναποσπάσουν την προσοχή κάποιας δεσποινίδας που θα κουνούσε προς το μέρος τους τη βεντάλια της. Στις κοινωνικές εκδηλώσεις της Αγίας Πετρούπολης οι αξιωματικοί κυριαρχούσαν, υπέροχοι μες στις λευκές, μπλε και κόκκινες στολές τους. Οι πιο μεγαλόπρεποι κι οι πιο αλαζόνες ήταν πάντα οι Ουσάροι της Φρουράς. Ο στρατός ήταν εκείνος που είχε κάνει δυνατή τη Ρωσία κι οι άντρες αυτοί δεν άφηναν την Αγία Πετρούπολη να το ξεχάσει.

Ο τελετάρχης, με στενή κόκκινη κιλότα και πουδραρισμένη περούκα, χτύπησε τρεις φορές τη χρυσή ράβδο του στο μαρμάρινο πάτωμα και ανήγγειλε μια ακόμα άφιξη.