Выбрать главу

«Χορεύετε;» ρώτησε η μαντάμ Νταβίντοβα τον Γιενς γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι σαν πουλάκι που περιμένει ψιχουλάκια.

Εκείνος ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται και λοξοκοίταξε τον Νταβίντοφ. „ «Πηγαίνετε», του είπε αυτός. «Εγώ δεν χορεύω».

«Τιμή μου, μαντάμ», αποκρίθηκε ο Γιενς και υποκλίθηκε κομψά. Κι όπως πρόσφερε το μπράτσο του στην κυρία για να την οδηγήσει στην πίστα, γύρισε και είπε στον υπουργό: «Να τα πούμε λιγάκι μετά, αν δεν έχετε αντίρρηση».

Ο Νταβίντοφ τον κοίταξε στενεύοντας τα μάτια, αλλά η γυναίκα του τιτίβισε: «Ασφαλώς και θα τα πείτε. Σωστά, Αντρέι;»

Ο Γιενς κοίταξε με σεβασμό πια την ντάμα του. Της χαμογέλασε κι εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Χόρεψαν μια μαζούρκα. Ήταν ένας από εκείνους τους πηδηχτούς χορούς που τον έκαναν νανατριχιάζει, καθώς οκτώ ζευγάρια στριφογύριζαν αλλάζοντας παρτενέρ. Πιο εύκολα θα οδηγούσε ο Γιενς το άλογο του μέσα σένα σκοτεινό δάσος, παρά να μην πατάει τα πόδια των άλλων χορευτών που εκτελούσαν ακατανόητες φιγούρες. Ήταν τόσο πολύ συγκεντρωμένος για να μη χάσει το ρυθμό, που παραλίγο να μην προσέξει δυο σκούρα καστανά μάτια που τον κοίταζαν από την άλλη άκρη της αίθουσας. Μπερδεύτηκε, σκόνταψε ζήτησε συγγνώμη από την ντάμα του. Κι όταν ξανακοίταξε τα καστανά μάτια είχαν εξαφανιστεί. Στο μυαλό του όμως είχε χαραχτεί η εικόνα ενός μακρύ λευκού λαιμού, ένα ντελικάτο πρόσωπο και μια μακριά λευκή τουαλέτα. Τα είχε αναγνωρίσει εκείνα τα μάτια κι ήταν αποφασισμένος να τα ξαναβρεί.

«Μην κουράζεσαι, Φρίις».

«Κύριε υπουργέ, σου συνιστώ ν’ ακούσεις αυτά που έχω να σου πω».

«Κι άλλα χρήματα. Αυτό θέλεις. Κι άλλα κεφάλαια για τους αναθεματισμένους τους υπονόμους».

Γιενζ πιέστηκε να χαμογελάσει.

«Δεν θέλω να συζητήσουμε για υπονόμους».

«Αλλά;»

«Για γη»

Ο υπουργός φούσκωσε το στήθος του.

«Σε ακούω».

«Όπως ξέρουμε και οι δύο ο πληθυσμός της Πετρούπολης αυξάνεται ολοταχώς με αποτέλεσμα να υπάρχει οξύ στεγαστικό πρόβλημα. Έτσι, το κόστος ενός σπιτιού ή ενός διαμερίσματος στο κέντρο της πόλης έχει φτάσει σε εξωφρενικά ύψη»

«Το έχω υπόψη μου».

«Ωστόσο, υπάρχουν πολλά άδεια οικόπεδα. Κομμάτια θαμνώδους έκτασης στις φτωχότερες περιοχές, στις άκρες της πόληζ που πουλιούνται για μερικές εκατοντάδες ρούβλια κι ωστόσο δεν ταγοράζει κανείς».

«Επειδή βρίσκονται στις ελεεινές παραγκογειτονιές». Ο Νταβίντοφ φύσηξε περιφρονητικά τον καπνό του πούρου του.

«Αν θέλεις να πας να ζήσεις σε μια βρομερή καλύβα μαζί με άλλες δέκα οικογένειες, έχεις την άδεια μου. Αλλά μην περιμένεις να σε ακολουθήσουμε κι εμείς», κι έκανε να φύγει.

«Μερικές από αυτές τις περιοχές δεν θα είναι για πολύ ακόμα παραγκογειτονιές».

Ο υπουργός στάθηκε και στράφηκε προς το μέρος του. Σ έπιασα, συλλογίστηκε ο Γιενς.

«Ο κόσμος θέλει μονίμως σπίτια. Οι πλούσιοι όμως θέλουν να ζουν εκεί που υπάρχουν μαγαζιά, εστιατόρια, και κυρίως.» σταμάτησε κι ανάγκασε τον Νταβίντοφ να περιμένει τη συνέχεια, «και κυρίως σ,ύγχρονα συστήματα ύδρευσης κι αποχέτευσης».

Ο υπουργός τον κοίταζε μανασηκωμένα φρύδια.

«Συνέχισε», του είπε.

«Σύγχρονα λουτρά και αποχωρητήρια. Μοντέρνες κουζίνες. Κι αυτά μπορούν να υπάρξουν χάρη στις σήραγγες που φτιάχνω κάτω απτην πόλη. Πράγμα που σημαίνει ότι ένα οικόπεδο που σήμερα δεν αξίζει τίποτα, αύριο μπορεί να αξίζει μια μικρή περιουσία».

Στα λεπτά χείλη του Νταβίντοφ χαράχτηκε κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο.

«Έχεις δίκιο». Τράβηξε σκεφτικός μια ρουφηξιά από το πούρο του. «Έχεις δίκιο, ανάθεμα σε».

«Ποιος είναι αυτός που ελέγχει κι αποφασίζει ποιες σήραγγες θα σκαφτούν σε ποια περιοχή; Και κατά συνέπεια, ποιος είναι αυτός που ξέρει ποιων κομματιών γης θανέβει η αξία;»

Τα όλο νεύρα δάχτυλα του Νταβίντοφ άδραξαν τον Γιενς απτον καρπό και τον έσφιξαν.

«Εσύ είσαι αυτός που ξέρει», ψιθύρισε βραχνά. «Εσύ, μπάσταρδε».

Ο Γιενς τη βρήκε.

Οι πολυέλαιοι της αίθουσας χορού άστραφταν κι οι καθρέφτες τους πολλαπλασίαζαν φτιάχνοντας κόσμους μέσα στους κόσμους. Οι νεαρές ντεμπιτάντ που έβγαιναν για πρώτη φορά στην υψηλή κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης, φορούσαν λευκά. Σαν κρίνα ντελικάτα, αγνά κι ανέγγιχτα.

Χαμογελώντας σφιγμένα, στέκονταν εδώ κι εκεί, παρέες παρέες. Τραβολογούσαν νευρικά τα μακριά, λευκά τους γάντια και χάζευαν τους νεαρούς που βημάτιζαν με ύφος μπροστά τους, κάνοντας φιγούρα. Εκείνες που το καρνέ τους δεν είχε γεμίσει ακόμα με ονόματα λοχαγών κι υπολοχαγών που είχαν γραφτεί στη σειρά για να χορέψουν μαζί τους, στέκονταν μπροστά στα παράθυρα κι έκαναν νωχελικά αέρα με τις βεντάλιες τους προσποιούμενες ότι έκανε πολλή ζέστη για να χορέψουν.

Ο Γιενς άναψε ένα από τα τούρκικα τσιγάρα του, ακούμπησε σένα χάλκινο άγαλμα που παρίστανε έναν ημίγυμνο ακοντιστή και βάλθηκε να την παρακολουθεί. Χόρευε.