Η ορχήστρα το γύριζε από μαζούρκα σε πόλκα και σε πολονέζ, κι εκείνη περνούσε από μπλε αγκαλιές σε κόκκινες κι ύστερα σε πράσινες χωρίς διακοπή. Ποτέ της δεν χόρευε δυο φορές με τον ίδιο καβαλιέρο. Οι κινήσεις της ήταν γεμάτες χάρη - αυτό του έκανε εντύπωση από την αρχή του Γιενς. Έτσι όπως ακολουθούσε το ρυθμό της μουσικής, του θύμιζε γατούλα: Η ραχοκοκαλιά της μαλακή κι ευλύγιστη, το πάτημα της ανάλαφρο και σταθερό.
«Μπορώ να σας συστήσω αν θέλεις. Γνωρίζω τη μητέρα της».
«Μαντάμ Νταβίντοβα». Ο Γιενς πετάχτηκε καθώς η γυναίκα εμφανίστηκε δίπλα του. «Πολύ χαίρομαι που σας βλέπω ξανά».
«Την τρως με τα μάτια». Του χτύπησε το χέρι με τη βεντάλια της. «Είναι πολύ μικρή για σένα. Από,τι μαθαίνω εσύ προτιμάς τις μεγαλύτερες γυναίκες».
Ο Γιενς την κοίταξε καλά καλά, την πήρε αγκαζέ και την οδήγησε στην πίστα να χορέψουν βαλς.
«Χορεύετε καλά», της είπε καθώς στριφογύριζαν στο ρυθμό της ορχήστρας.
Η γυναίκα κοκκίνισε ως το μπούστο της, που το στόλιζε ένα βαρύ περιδέραιο από μαργαριτάρια κι αμέθυστους.
Τα μάτια της πετάρισαν καθώς τον κοίταζε.
«Αυτή δεν δείχνει ευχαριστημένης, «Δεν το πρόσεξα».
«Ψεύτη! Ζήτησε της να χορέψετε».
Τελικά, άρεσε στον Γιενς αυτή η γυναίκα. Είχε και δίκιο: Η σοβαρή έκφραση της κοπέλας παρέμενε αμετάβλητη μ όποιον κι αν χόρευε. Άκουγε αυτά που της έλεγαν οι καβαλιέροι της, αλλά η ίδια έλεγε ελάχιστα. Και σπάνια σήκωνε τα καστανά της μάτια να τους κοιτάξει. Ο Γιενς αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να της προκαλέσει το ενδιαφέρον.
«Ώρα ναλλάξουμε ταίρια», μουρμούρισε στη μαντάμ Νταβίντοβα, «αν είστε σίγουρη ότι δεν έχετε αντίρρηση».
«Καθόλου. Χρόνια έχω να χορέψω μένα γοητευτικό νεαρό αξιωματικό». Πετάρισε ξανά τα βλέφαρα της και τον έκανε να γελάσει.
Χορεύοντας, πλησίασαν την κοπέλα που χόρευε στην αγκαλιά ενός υπολοχαγού κι αμέσως η μαντάμ Νταβίντοβα άρχισε τις συστάσεις.
«Αγαπητό μου κορίτσι, από δω ο Γιενς Φρίις». Διασκεδάζοντας φανερά, η γυναίκα στράφηκε στον Γιενς. «Η Βαλεντίνα είναι κόρη της καλής μου φίλης Ελιζαβέτας Ιβάνοβα. Πιστεύω ότι εσείς οι δυο έχετε πολλά κοινά. Είστε και οι δυο ενθουσιώδεις οπαδοί.» δίστασε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου κι αμέσως πρόσθεσε, «της αστρονομίας».
Ο Γιενς παρέμεινε απαθής. Υποκλίθηκε ευγενικά στη Βαλεντίνα και της είπε: «Σπάνια συναντώ άλλους ενθουσιώδεις οπαδούς. Ναλλάξουμε συντρόφους για ένα δυο λεπτά; Για να μιλήσουμε για τα αστέρια, φυσικά».
«Όχι βέβαια.» πήγε να αρνηθεί ο νεαρός υπολοχαγός, αλλά δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με τη μαντάμ Νταβίντοβα.
«Μεγάλη μου χαρά να χορέψω μαζί σας», είπε κι έπεσε στην αγκαλιά του με την ορμή στρατιωτικής επίθεσης.
Ο υπολοχαγός δεν είχε άλλη επιλογή. Κι έτσι ο Γιενς πήρε τη θέση του κι απομάκρυνε χορεύοντας τη Βαλεντίνα. Τα σκούρα καστανά μάτια της γελούσαν, όσο κι αν προσπαθούσε να κρατηθεί σοβαρή. Ένιωθε τόσο ανάλαφρη στην αγκαλιά του! Σαν να ήταν τυλιγμένη με αστερόσκονη.
«Αστέρια;» διερωτήθηκε η Βαλεντίνα.
«Ναι. Η Ζώνη του Ωρίωνα, η Μεγάλη Άρκτος, ο Πολικός Αστέρας».
Μικρή σιωπή.
«Αυτά μόνο;»
«Θέλετε κι άλλα; Ο Λέων, ο Αστράλις Γιγάντις. Μπορώ να συνεχίσω για ώρες. Όλοι αυτοί οι αστερισμοί σου προκαλούν δέος».
«Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι μενδιαφέρουν τάστρα;»
Ο Γιενς της έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο.
«Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι και δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να διασχίσω το δάσος των στολών γύρω σας».
Η κοπέλα συνοφρυώθηκε κοροϊδευτικά.
«Λοιπόν, πείτε μου τι θέλετε να με ρωτήσετε».
Ο Γιενς σοβαρεύτηκε.
«Γιατί ήσασταν οργισμένη μαζί μου; Στο ρεσιτάλ, εννοώ. Με κοιτάζατε σαν να με είχε καβαλήσει ο διάβολος».
Η Βαλεντίνα έριξε το κεφάλι πίσω και γέλασε τόσο φυσικά και χαλαρά, μέσα σεκείνο τον αφύσικο κόσμο των κοσμημάτων, των κορσέδων και των περίτεχνων κομμώσεων, που ο Γιενς αιφνιδιάστηκε. Το γέλιο της κοπέλας ήταν πλούσιο και κολλητικό. Ο Γιενς τη στριφογύρισε σε μια χορευτική φιγούρα. Τόσο κοντά που τη κρατούσε, έβλεπε ότι τα μάτια της είχαν χρυσαφιές ανταύγειες κι ο λαιμός της ήταν λευκός σαν το γάλα.
«Δεν ήταν τίποτα», είπε εκείνη γελώντας ακόμα. «Χαζομάρες σχολιαρόπαιδων».
«Και τώρα;»
«Τώρα, δεν σας έχω πια θυμό. Και ούτε είμαι πια σχολιαρόπαιδο».
«Και τι είστε; Μια από τις φετινές ντεμπιτάντ που έρχονται στην Αυλή για να βρουν σύζ-»
«Ήρθα εδώ επειδή με διέταξαν οι γονείς μου».
«Α».
Στο σφίξιμο των δαχτύλων της μέσα στην παλάμη του ο Γιενς διέκρινε τον εκνευρισμό της. Τέρμα οι ερωτήσεις. Ας χορέψουν με την ησυχία τους. Η Βαλεντίνα έδειχνε σαν να κολυμπάει μέσα στη μουσική, μέναν τρόπο που ο Γιενς δεν τον είχε ξανασυναντήσει. Την οδήγησε μακριά από τα άλλα ζευγάρια προς την πόρτα της μεγάλης αίθουσας. Μόλις εκείνη την είδε πήρε μια τόσο βαθιά ανάσα, που ο Γιενς ένιωσε τα πλευρά της να διαστέλλονται κάτω απτην παλάμη του, έτσι όπως την κρατούσε. Του έδωσε την εντύπωση πλάσματος που διαισθάνεται να πλησιάζει στην ελευθερία.