Выбрать главу

«Θέλετε να σας δείξω το Αστράλις Γιγάντις;» τη ρώτησε προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρός. «Πιστεύω πως αυτό το αστέρι δεν το έχουν δει πολλοί άνθρωποι».

«Θα είναι συναρπαστικό».

Η φωνή της είχε έναν κοροϊδευτικό τόνο. Στράφηκε σβέλτα, πέρασε την πόρτα και η κίνηση της έκανε τα μαλλιά της νανεμίσουν ο Γιενς μύρισε το άρωμα τους. Η κόμμωση της ήταν της μόδας, αλλά πολύ τυπική, σαν να της στερούσε κάτι. Με το ζόρι κρατήθηκε να μην της τραβήξει το μεγάλο μαργαριταρένιο χτενάκι και ναφήσει το μαύρο χείμαρρο των μαλλιών της να κατρακυλήσει ελεύθερος στους ώμους της. Πόσο ήθελε να της χαρίσει την ελευθερία. Γενικά.

Την οδήγησε σε μια από τις μεγάλες μπαλκονόπορτες που έφταναν μέχρι το ταβάνι σκεπασμένες με χρυσαφί βελούδο στολισμένο με μεταξωτά λουλούδια. Η Βαλεντίνα έγειρε μπροστά σαν να ήθελε να πιάσει κάτι που βρισκόταν έξω στο σκοτάδι.

«Ποιο είναι λοιπόν αυτό το Αστράλις Γιγάντις σας;» τον ρώτησε σιγανά.

«Κάπου εκεί πάνω είναι και περιμένει να το ανακαλύψουν».

«Μακάρι. Είναι τόσο πολλά αυτά που έχουμε ακόμα να ανακαλύψουμε».

«Βαλεντίνα, πάντα υπάρχουν καινούργια πράγματα για να ανακαλύψουμε».

Χωρίς σχόλιο εκείνη άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από μακριά, με το είδωλο της να καθρεφτίζεται στο τζάμι.

«Θα μπορούσα να πιω κάτι;» ρώτησε.

Ο Γιενς άνοιξε δρόμο στον μπουφέ, αλλά μέχρι να επιστρέψει μένα λιμοντσέλο στο ένα χέρι κι ένα κονιάκ στο άλλο, ήταν πια πολύ αργά: Οι πολύχρωμες στολές την είχαν κυκλώσει σαν μελίσσι που βούιζε πεινασμένο. Σπρώχνοντας έφτασε κοντά της. Δίπλα της, ένας λοχαγός των Ουσάρων με κόκκινη στολή κρατούσε το καρνέ της Βαλεντίνας με τα ονόματα εκείνων στους οποίους είχε υποσχεθεί ένα χορό, και της μιλούσε φουντωμένος. Έτσι που τον κοίταζε η κοπέλα, θύμισε στον Γιενς πουλάκι σε κλουβί. Ακούμπησε τα ποτήρια σένα τραπέζι, άρπαξε το καρνέ από τα χέρια του λοχαγού, το σκίσε στα δύο και του το επέστρεψε με μια κοφτή υπόκλιση.

«Συγχωρήστε μας», είπε πιάνοντας αγκαζέ τη Βαλεντίνα. «Έχουμε να εντοπίσουμε ένα άστρο».

Καθώς έβγαιναν απ’ την αίθουσα, την ένιωσε να τρέμει δίπλα του. Τρομοκρατημένος νόμισε πως έκλαιγε. Μα σαν γύρισε και την κοίταξε, την είδε ξεκαρδισμένη στα γέλια.

 

10

Το έλκηθρο έτρεχε κι ο παγωμένος αέρας έκοβε την ανάσα της Βαλεντινας και φούσκωνε τη γούνινη κουκούλα της.

Της άρεσε το κρύο, έπαιρνε από πάνω της τις μυρωδιές των πούρων. Είχε τα χέρια της χωμένα μέσα στο γούνινο μανσόν της κι ο Βίκινγκ την κρατούσε τυλιγμένη με μια χοντρή κουβέρτα, έτσι που μόνο η μύτη και το σαγόνι της διακρίνονταν κάτω απ’ το χλομό φεγγαρόφωτο.

Το έλκηθρο κυλούσε γοργά πάνω στο χιόνι κι ο θόρυβος που έκανε ήταν σαν μουσική. Ο Βίκινγκ το οδηγούσε με απόλαυση. Η μητέρα της, βέβαια, θα λιποθυμούσε αν μάθαινε πού βρισκόταν η Βαλεντίνα. Η ίδια όμως δεν ήθελε να βρίσκεται στο χορό, αλλά εδώ. Το έλκηθρο πετούσε στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης κατά μήκος του γρανίτινου παρόχθιου δρόμου. Προσπέρασε τη γέφυρα και το Φρούριο των Αγίων Πέτρου και Παύλου με τους βαρείς πύργους.

Η Βαλεντίνα κοίταζε την ομίχλη που σκέπαζε σαν βαριά κουβέρτα το ποτάμι δίπλα της. Ο Βίκινγκ δεν μιλούσε κι αυτό τη βόλευε. Έκλεισε τα μάτια κι απόλαυσε το σφύριγμα του έλκηθρου πάνω στο χιόνι. Πήγαιναν μακριά απ τα φώτα της πόλης για να μπορέσουν να δουν ταστέρια.

Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα παγωμένα της χείλη. Κανείς δεν της είχε ξαναδείξει τ’ αστέρια.

«Αυτός είναι ο Οδυσσέας. Ήταν ένας μεγάλος πολεμιστής που οι θεοί δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πεθάνει κι έτσι τον εκσφενδόνισαν στον ουρανό για να παλεύουν μαζί του όποτε βαριόντουσαν και δεν είχαν τι να κάνουν».

Η Βαλεντίνα του έδειξε έναν άλλο αστερισμό. Λαμπερά κεφαλάκια από καρφίτσες που σπίθιζαν στον κατάμαυρο θόλο του ουρανού.

«Αυτά τι είναι; Δείχνουν τόσο κοντινά κι είναι πανέμορφα».

«Είναι οι υπηρέτριες του Δία. Καθεμιά τους ήταν μια θνητή κοπέλα που ερωτεύτηκε ο παντοδύναμος θεός. Τις έκλεψε λοιπόν και τις έκανε αιώνιες ακολούθους του. Λένε πως όλες τους έχουν κυματιστούς καστανούς βοστρύχους και σκούρα καστανά μάτια».

Η Βαλεντίνα συνειδητοποίησε ότι ο Γιενς είχε γυρίσει και την κοίταζε.

«Να προσέχεις», της είπε. «Είσαι ο τύπος του».

Εκείνη γέλασε.

«Δεν θα με πείραζε να βρίσκομαι εκεί πάνω και να κοιτάζω από ψηλά τις θλιβερές προσπάθειες αυτών των μικροσκοπικών πλασμάτων που σέρνονται στη γη. Τι ανακούφιση να είσαι απελευθερωμένη απόλα αυτά εδώ.»