Έδειξε με μια πλατιά χειρονομία την πόλη.
Ο Γιενς σήκωσε το κεφάλι κι ανακάθισε.
«Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα;» τη ρώτησε μαλακά.
Η Βαλεντίνα σκέφτηκε τις βόμβες των επαναστατών που είχαν δολοφονήσει δύο υπουργούς: Τον Σιπιάγκιν στο ανάκτορο Μαρίνσκι, και τον Βιατσεσλάβ Πλέβε που του πέταξαν τη βόμβα μες στο αμάξι του. Ακόμα κι ο Αλέξανδρος Β, ο παππούς του τσάρου, από βόμβα είχε πάει. Η μεγαλόπρεπη εκκλησία του Σωτήρα είχε χτιστεί στο σημείο της έκρηξης. Ύστερα συλλογίστηκε την έκφραση του πατέρα της όταν της έλεγε για την αδελφή της: «Εσύ της το έκανες αυτό», και τις ατελείωτες συγκεντρώσεις για τσάι - μαζί με τις βαρετές πρόβες φορεμάτων στις οποίες ήθελε να την καταδικάσει η μητέρα της. Συλλογίστηκε και τη γυναίκα με τη γυαλιστερή ουλή στο κεφάλι, και την Κάτια.
«Όχι, δεν είναι τόσο άσχημα», είπε ψέματα.
«Παίζεις αγγελικά στο πιάνο. Αυτό δεν αξίζει για να μείνεις εδώ στη γη μαζί μας;»
«Θα πείσω τον Δία να μαφήσει να παίζω και στον ουρανό».
«Θα σμίξεις με τη μουσική αρμονία των σφαιρών».
Το φως του φεγγαριού ερχόταν από πίσω του, κι έτσι η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του που ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Μόνο τα μαλλιά του διακρίνονταν να λάμπουν πορφυρένια κάτω από το αλλόκοτο φως.
«Εσύ τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησε. «Εννοώ εκτός από το να φεύγεις στη μέση ενός ρεσιτάλ και να οδηγείς έλκηθρα σαν παλαβός».
Το γέλιο του Γιενς γέμισε τη νυχτερινή σιωπή. Είχαν βγει απτην πόλη, βρίσκονταν στην άκρη του δάσους, όπου το χιόνι σκέπαζε σαν απέραντο λευκό σεντόνι τα πάντα και τα δέντρα έσκυβαν το ένα πάνω στο άλλο σαν να συζητούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους.
«Σε πληροφορώ ότι δεν έφυγα οικειοθελώς από το ρεσιτάλ. Ο τσάρος με διέταξε να επιστρέψω στη δουλειά μου».
«Α».
«Όσο για τα έλκηθρα, όταν έχω ένα καλό άλογο να τα σέρνει, ναι, μαρέσει να τα οδηγάω γρήγορα». Η ανάσα του έβγαινε σαν μικρά συννεφάκια όπως μιλούσε γέρνοντας προς το μέρος της.
«Και τι δουλειά κάνεις;» τον ξαναρώτησε η Βαλεντίνα.
«Είμαι μηχανικός».
«Δηλαδή φτιάχνεις πράγματα;»
«Ακριβώς. Φτιάχνω διάφορα πράγματα».
Την κορόιδευε, ήταν φανερό. Η Βαλεντίνα ανακάθισε και ίσιωσε την πλάτη της, αναγκάζοντας τον να μετακινηθεί κι αυτός στο κάθισμα δίπλα της. Τώρα μπορούσε να δει το πρόσωπο του.
«Τι είδους πράγματα;»
«Σήραγγες».
«Σήραγγες; Τι είδους σήραγγες;»
«Για ύδρευση. Για αποχέτευση. Για,αποστράγγιση. Έχω ανοίξει σήραγγες και μέσα σε βουνά για να περνάνε τρένα».
Η Βαλεντίνα απόμεινε άλαλη. Ποτέ της δεν είχε γνωρίσει κάποιον που να κάνει κάτι τόσο εποικοδομητικό.
«Και για να διασκεδάζω, καταπιάνομαι και με διάφορα μηχανήματα», πρόσθεσε ο Γιενς.
Η κοπέλα κοίταξε το πρόσωπο του που ασήμιζε μέσα στο σκοτάδι, κατάπληκτη από το πόσο απλά τα λέγε όλα αυτά. Πόσο μικρές λέξεις χρησιμοποιούσε για να εκφράσει τόσο μεγάλα πράγματα. Της ερχόταν να κλάψει από ζήλια.
Τούτη την παγωμένη, ανεμοδαρμένη νυχτιά με το σκληρό φεγγάρι από πάνω της, η Βαλεντίνα ήθελε να κυλιστεί στο χιόνι και να ουρλιάξει. Συγκρατήθηκε και είπε: «Πολύ ενδιαφέρον».
Εκείνος πρέπει να διέκρινε κάτι στη φωνή ή στο πρόσωπο της, γιατί την κοίταξε εξεταστικά για ένα ατέλειωτο λεπτό. Το άλογο τέντωσε ταφτιά του κατά το δάσος, σαν να είχε ακούσει κι αυτό κάτι.
«Ο τρόπος που παίζεις πιάνο σημαίνει πως έχεις ένα σπάνιο ταλέντο», μίλησε απαλά ο Γιενς. «Είσαι νέα ακόμα κι ωστόσο παίζεις μόλη την καρδιά και την ψυχή σου».
Η Βαλεντίνα γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Για να είσαι τόσο καλή, πρέπει να έχεις δουλέψει πολύ σκληρά».
«Δεν είναι αληθινή δουλειά αυτό που κάνω. Δεν είναι σαν να κατασκευάζω σήραγγες».
«Βαλεντίνα». Της άγγιξε το μπράτσο με το γαντοφορεμένο χέρι του κι εκείνη στράφηκε ξανά προς το μέρος του.
«Βαλεντίνα, τι νομίζεις ότι χαρίζει περισσότερη ευχαρίστηση στους ανθρώπους; Μια σήραγγα ή η μουσική; Τι είναι αυτό που σου γεμίζει την καρδιά και την κάνει να τραγουδάει; Ο Μπετόβεν ή ο Μπράνελ;»
Εκείνη γέλασε νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τούτον τον ανυπότακτο Βίκινγκ που την είχε φέρει στη μέση του πουθενά για να κοιτάξουν ταστέρια.
«Ποιος είναι ο Μπράνελ;» ρώτησε.
«Ένας Άγγλος μηχανικός. Ο Άιζαμπαρντ Κίνγκντομ Μπράνελ».
Η φωνή του ήταν γεμάτη σεβασμό.
«Είναι καλός;» τον ρώτησε η Βαλεντίνα.
«Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους».
«Ζηλεύω», είπε η κοπέλα κουνώντας το κεφάλι.
«Το ξέρω».
Την άγγιξε ξανά ανάλαφρα.
«Στις γυναίκες δεν δίνονται ευκαιρίες να γίνουν χρήσιμες», παραδέχτηκε. «Κάποτε, Βαλεντίνα, θαλλάξει αυτό».
«Δεν μπορώ να περιμένω», αποκρίθηκε άγρια εκείνη.