Ο τόνος της τον εξέπληξε. Η Βαλεντίνα όμως είχε πάρει φόρα.
«Εσύ πώς θα νιωθες αν περνούσες όλη σου την ημέρα πίνοντας τσάγια και θαυμάζοντας τουαλέτες και κοσμήματα; Σου ορκίζομαι ότι θα νερούλιαζε το μυαλό σου. Εγώ θέλω να κάνω. κάτι παραπάνω. Δεν είμαι μια κούκλα, ένα διακοσμητικό στοιχείο. Θέλω να βρομίζω τα χέρια μου, να κουράζω το μυαλό μου και-»
Θόρυβος ακούστηκε από το δάσος. Οπλές αλόγων και βαριοί τροχοί και κάτι να σέρνεται. Χωρίς να πει κουβέντα ο Γιενς άρπαξε τα χαλινάρια, κροτάλισε τη γλώσσα του, το άλογο άρχισε να τρέχει και το έλκηθρο βυθίστηκε στις σκιές.
Το κάρο βγήκε αργά απ’ το δάσος. Προχωρούσε με κόπο κατά το χιονοσκέπαστο δρόμο, σαν καμπούρικο ζώο που το σερναν δυο γέρικα άλογα. Πίσω του πέντε άντρες το σπρωχναν με τις πλάτες τους όποτε έπρεπε να καβαλήσει χοντρές ρίζες ή λακκούβες. Η Βαλεντίνα υπέθεσε ότι βάδιζαν πολλή ώρα.
Ο Βίκινγκ κοιτούσε με προσοχή τις σκοτεινές φιγούρες.
Η Βαλεντίνα αισθανόταν την έντονη περιέργεια του. Την άδραξε απότομα από το μπράτσο. Μην κουνιέσαι, μη μιλάς. Δεν χρειαζόταν να της το πει. Ο άντρας που οδηγούσε τάλογα κρατούσε τουφέκι. Κάθε τόσο έδινε φωναχτές διαταγές στους άλλους που έρχονταν από πίσω. Ο Γιενς έσκυψε κι η ζεστή του ανάσα χάιδεψε ταφτί της.
«Μόλις ανεβάσουν το κάρο στο δρόμο θα φύγουν γρήγορα», της ψιθύρισε.
Η Βαλεντίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η σταθερή του ανάσα την καθησύχαζε.
«Κυνηγοί θα είναι μάλλον», ψιθύρισε.
Μάλλον όχι, είπε από μέσα της.
«Που γυρίζουν στα σπίτια τους», συμπλήρωσε βκείνος.
«Πολύ κρέας.»
Ο Γιενς γρύλισε σαν να τον είχε χτυπήσει. Κι οι δυο τους ήξεραν καλά πως στο κάρο δεν ήταν φορτωμένα σκοτωμένα ελάφια. Κάτω από το καραβόπανο που το σκέπαζε ξεχώριζαν μεγάλοι όγκοι. Τάλογα αγωνίζονταν νανεβάσουν το φορτίο τους στον υπερυψωμένο δρόμο, οι άντρες πίσω του έσπρωχναν μόλη τους τη δύναμη κι ο μπροστινός τραβούσε με μανία τα καπίστρια των ζώων. Η Βαλεντίνα στενοχωρήθηκε βλέποντας τόσο άγρια συμπεριφορά απέναντι σε άλογα - και ξαφνικά βρισιές έσκισαν τον αέρα.
Ο Γιενς κατάλαβε πριν από κείνη.
«Τουμπάρει», την προειδοποίησε.
Το φορτίο είχε μετακινηθεί και το ένα άλογο προσπαθούσε ναπελευθερωθεί. Οι άντρες πάλεψαν σπρώχνοντας και τραβώντας, και με τα πολλά κατάφεραν να σταματήσουν την κατρακύλα του κάρου και να το ανεβάσουν στο δρόμο.
Ανασαίνοντας βαριά, ακούμπησαν όλοι στις ρόδες του. Και τότε το άλογο του Γιενς αποφάσισε να χαιρετίσει τα εξαντλημένα αδέλφια του. Ο Γιενς του σφίξε τα χαλινάρια κι έβρισε χαμηλόφωνα.
«Βαλεντίνα, μη βγάλεις άχνα», είπε ψύχραιμα στην κοπέλα.
Ο επικεφαλής προχωρούσε με γρήγορα βήματα προς την άκρη του δάσους με το τουφέκι του έτοιμο, ψάχνοντας να βρει από πού είχε έρθει το χλιμίντρισμα.
αΕδώ!» φώναξε ο Γιενς.
Ο άντρας έστριψε προς το μέρος τους. Η Βαλεντίνα άκουγε το χιόνι που έτριζε κάτω από τα πόδια του, λες κι έκανε αντίστιξη στους χτύπους της καρδιάς της.
«Κατέβασε την κουκούλα σου στο πρόσωπο σου», μουρμούρισε ο Γιενς με το βλέμμα καρφωμένο στον άντρα που πλησίαζε.
Η Βαλεντίνα κατέβασε όσο μπορούσε την κουκούλα της.
Καθώς τα βήματα πλησίαζαν, άκουσε τον ήχο μιας σφαίρας να πέφτει στη θαλάμη του τουφεκιού. Ο άντρας στάθηκε κι ο Γιενς έσφιξε κάτω από την κουβέρτα το χέρι της Βαλε ντίνας.
«Καλησπέρα, φίλε», φώναξε. «Η κυρία κι εγώ βγήκαμε μια βόλτα με το έλκηθρο. Δεν μας ενδιαφέρει τι κάνετε εσείς».
Για μεγάλη έκπληξη της Βαλεντίνας ο άντρας έβαλε τα γέλια και χτύπησε με κέφι τον ώμο του αλόγου τους. Εκείνης όμως της είχε κοπεί η ανάσα.
«Πάρτε δρόμο από δω», είπε χαλαρά ο άντρας. «Πήγαινε την πίσω στην Πετρούπολη πριν παγώσει το κωλαράκι της».
Ο Γιενς άρπαξε τα χαλινάρια και τα κροτάλισε τόσο δυνατά, που το άλογο άρχισε να καλπάζει αναγκάζοντας τον ξένο να πηδήξει στο πλάι.
«Καληνύχτα, σύντροφε!» φώναξε.
Όπως το έλκηθρο τραβούσε ολοταχώς προς την πόλη, η Βαλεντίνα σήκωσε την κουκούλα της.
«Δεν ήταν επικίνδυνος αυτός ο άνθρωπος», είπε κρατώντας σφιχτά τα πλαϊνά του έλκηθρου που τραμπαλιζόταν άγρια.
Ο Γιενς γέλασε.
«Χαίρομαι που το πιστεύεις αυτό», είπε.
Ένας δυνατός κρότος έσκισε τον αέρα. Στην αρχή η Βαλεντίνα νόμισε πως κάτι είχε σπάσει στο έλκηθρο. Ο Γιενς όμως άφησε μια δυνατή βρισιά και χτύπησε με τα χαλινάρια την πλάτη του αλόγου για να τρέξει πιο γρήγορα. Το ένα του χέρι έσπρωξε τη Βαλεντίνα απ’ το σβέρκο.
«Κάτω!» την πρόσταξε και την ανάγκασε να πέσει με τα μούτρα στο βρόμικο πάτωμα. Φτύνοντας λάσπες η Βαλεντίνα γύρισε λίγο το κεφάλι - και τότε άκουσε το δεύτερο κρότο, που τον ακολούθησε ένας τρίτος. Ενστικτωδώς, μαζεύτηκε σαν μπάλα στο πάτωμα. Και συνειδητοποίησε ότι αυτά που άκουγε ήταν τουφεκιές.