Выбрать главу

Ο Γιενς πίεσε το άλογο να τρέξει για τρία χιλιόμετρα σχεδόν κι ύστερα την έσπρωξε στον ώμο.

«Τώρα είμαστε ασφαλείς».

Η Βαλεντίνα ξεδιπλώθηκε και κάθισε ξανά στη θέση της. Την πονούσε ο σβέρκος της κι ένιωθε πολύ ενοχλημένη«Εγώ-» Άφησε τη φράση της μισή. Τι να του εξηγούσε τώρα; Είχε δει πόσο φριχτά μπορούν να φερθούν οι άνθρωποι στους συνανθρώπους τους. Τουφέκι; Βόμβα; Ένα και το αυτό.

«Φοβήθηκες;» είπε ξεφυσώντας ο Γιενς κι επέτρεψε στο άλογο να κόψει τον καλπασμό του. «Με το δίκιο σου. Κι εγώ φοβήθηκα».

Γύρισε και τον κοίταξε.

«Αλήθεια;»

«Ασφαλώς. Οι σφαίρες δεν είναι φιλικές».

Της χαμογέλασε και κατέβασε βαθιά το γούνινο σκούφο του. Η νύχτα και το κρύο κύκλωναν από παντού το έλκηθρο.

«Δεν προσπαθούσε να μας σκοτώσει», είπε με σιγουριά ο Γιενς. «Οι σφαίρες έπεσαν πολύ μακριά».

«Τότε γιατί μας πυροβόλησε;»

«Για να μας τρομάξει και να μην αναφέρουμε το περιστατικό στην Αστυνομία».

Το κρύο έφτανε μέχρι τα σωθικά της Βαλεντίνας. Έτρεμε ολόκληρη.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Γιενς.

Εκείνη κατένευσε σπασμωδικά.

«Δεν θα πεθάνω ακόμα», αποκρίθηκε προσπαθώντας να γελάσει.

Ο Γιενς σταμάτησε απότομα το έλκηθρο. Χωρίς να πει λέξη, σ’ έναν έρημο χιονισμένο δρόμο όπου μόνο λύκοι και τρωκτικά κυκλοφορούσαν, ο Βίκινγκ την τράβηξε πάνω του και την έσφιξε στο στήθος του. Μόλις η Βαλεντίνα ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού του, αναστατώθηκε. Γύρισε τα μέσα έξω. Το εύθραυστο εσωτερικό της, οι απόκρυφες γωνιές της. βγήκαν στην επιφάνεια τρέμοντας. Η βαριά πατατούκα του Γιενς μύριζε αντρίκεια, είχε την οσμή του κόσμου των αντρών: καπνό και άλογα και χαρτοπαιξία και ύπαιθρο, αλλά και σήραγγες, σκοτεινά στενά περάσματα, τούβλα. Το μόνο που κατάφερε να ελέγξει η Βαλεντίνα, χαμένη μέσα σόλα αυτά, ήταν τα χείλη τη: Τα κράτησε σφραγισμένα.

Για ένα ατέλειωτο λεπτό ο Γιενς την κοίταζε χωρίς να μιλάει. Την κρατούσε πάνω του και χάιδευε τη γούνα της κουκούλας της σαν να ήταν τα μαλλιά της. Όταν η Βαλεντίνα σήκωσε το κεφάλι και τραβήχτηκε απτην αγκαλιά του, εκείνος κοίταξε την έκφραση της κι αυτό που είδε πρέπει να τον ευχαρίστησε, γιατί τα πράσινα μάτια του της χαμογέλασαν. Έπιασε τα χαλινάρια και φώναξε στο άλογο να ξεκινήσει. Και της είπε ένα μόνο πράγμα: «Συγχώρεσέ με, Βαλεντίνα Ιβάνοβα. Δεν έπρεπε να σε φέρω εδώ πέρα».

Εκείνη δεν συμφωνούσε, αλλά κράτησε τα χείλη της σφραγισμένα. Φοβόταν πως έτσι κι άνοιγε το στόμα της θα λέγε ότι τον άντρα που κρατούσε το τουφέκι και γελούσε ψεύτικα τον ήξερε.

Ήταν ο Αρκίν. Ο σοφέρ του πατέρα της.

Το έλκηθρο διέσχιζε την παρόχθια λεωφόρο περνώντας μπροστά από παλάτια με λαμπρές προσόψεις, κλασικούς κίονες και χρυσά σιντριβάνια. Το ποτάμι κυλούσε νευρικό, μαύρο δίπλα τους.

«Τι λες να είχαν κάτω από το καραβόπανο;» ρώτησε κάποια στιγμή η Βαλεντίνα.

«Κάτι κλεμμένο, μάλλον. Ίσως κάποιο μηχάνημα ή ανταλλακτικά. Οπωσδήποτε ήταν κάτι βαρύ».

«Γιατί να κλέψουν ανταλλακτικά;»

«Τα κλέβουν από το ένα εργοστάσιο και τα πουλάνε σ ένα άλλο. Ξέρω από προσωπική πείρα ότι η εύρεση κατάλληλου υλικού είναι πολύ χρονοβόρα υπόθεση».

«Εσύ αγοράζεις από κλέφτες;»

Ο Γιενς την κοίταξε λοξά.

«Το πιστεύεις αυτό;»

«Δεν έχω ιδέα από επιχειρήσεις και δουλειές. Δεν ήθελα να.»

«Εσύ θαγόραζες από κλέφτες αν είχες μια επιχείρηση;»

Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, αλλά η Βαλεντίνα κατάλαβε ότι ήθελε να δει πώς δούλευε το μυαλό της. Το σκέφτηκε λοιπόν σοβαρά. Θα αγόραζε από κλέφτες; «Ναι», απάντησε εκπλήσσοντας και τον εαυτό της. «Αν ήμουν αναγκασμένη, νομίζω πως θα το κάνα».

Ο Γιενς γέλασε μεκείνο το πολεμικό γέλιο του που την έκανε να τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.

«Ωραία», είπε. «Νομίζω πως θα τα πάμε καλά εμείς οι δυο».

Μα ήδη τα πήγαιναν καλά.

 

11

Πίσω στο ανάκτορο Ανιτσκόφ στάθηκαν μπροστά στην τριπλή αψίδα της εισόδου. Χίλια φώτα έλαμπαν σε μια επίδειξη βάρβαρου πλούτου. Το ανάκτορο ανήκε στη βασιλομήτορα, τη μητέρα του τσάρου, που διατηρούσε μια μεγαλοπρεπή Αυλή η οποία επισκίαζε την Αυλή της νύφης της.

Τούτη την προχωρημένη ώρα, οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να αγριεύουν. Αρκετοί έμπαιναν στα αμάξια τους για να πάνε σε άλλους χορούς που θα κρατούσαν μέχρι τις πέντε τα ξημερώματα. Η νύχτα ήταν γεμάτη θορύβους από ρόδες, χαλινάρια, κουδουνάκια, φωνές. Η Βαλεντίνα κι ο Γιενς στέκονταν εκεί χωρίς να θέλει κανείς τους να ξαναπάει στη γιορτή.

«Η συνοδός σου θα περιμένει», είπε ο Γιενς.

«Πραγματικά».

«Θα χεις μπλεξίματα;»

Ο τρόπος που την κοίταζε την έκανε να θέλει να μείνει για πάντα εκεί, δίπλα σε τούτον τον ψηλό άντρα με την γκρίζα πατατούκα. Έσπρωξε πίσω την κουκούλα της κι αποκρίθηκε: «Απόψε συνοδός μου είναι η μητέρα της φίλης μου. Τώρα που άρχισε η σεζόν των χορών συνοδεύει πολλές από μας. Υποθέτω ότι θα είναι έξω φρενών, αλλά.» του χαμόγέλασε συνωμοτικά, «θα της πω ότι διεύρυνα το πεδίο των γνώσεων μου μαθαίνοντας για τάστρα. Έτσι κι αλλιώς, θα είναι τόσο αφοσιωμένη στη δική της διασκέδαση, που δεν ξέρω αν θα έχει καταλάβει καν την απουσία μου».