Выбрать главу

Χιλιάδες άλλοι αγρότες είχαν δικαστεί από έκτακτα στρατοδικεία, όταν ο Στολίπιν αποφάσισε ότι έπρεπε να διαλυθούν όλες οι αγροτικές συνεργατικές εκατοντάδες εφημερίδες και εργατικά σωματεία είχαν απαγορευτεί δια της βίας, επειδή οι σκοποί τους δεν ταυτίζονταν με του Στολίπιν.

Πολεμάω την επανάσταση.

Τα λόγια του πρωθυπουργού είχαν χαραχτεί βαθιά στο μυαλό του Αρκίν. Όσες φορές κι αν έλεγε ο Στολίπιν ότι ήταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων, όσα ψέματα κι αν κατέβαζε, στην πραγματικότητα πίστευε ότι ο μόνος δρόμος που υπήρχε ήταν η αιματοβαμμένη καταπίεση. Ο Αρκίν έβλεπε γύρω του τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής, άκουγε τις κραυγές μες στη νύχτα, αντίκριζε πόνο, τσακισμένα κορμιά εργατών. Η αποψινή ενέργεια ήταν μια υπηρεσία για τη Ρωσία. Κι αν σκοτωνόταν κι αυτός.

Ανασήκωσε τους ώμους και πήγε να σταθεί στη σκιά ενός μεγάλου αυτοκινήτου. Άναψε τη θρυαλλίδα κι η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν παλαβή ξέροντας πως είχε στη διάθεση του μόνο δύο λεπτά. Εκατόν είκοσι δευτερόλεπτα.

Και τέλος.

Τούτη η ενέργεια είναι πολιτική! Στη σκέψη του ήρθε η εικόνα του πατέρα του, ενός περήφανου αγρότη με στήθος πλατύ σαν βαρέλι, ναψηφάει έναν άντρα σαν αρκούδα που γύριζε στις επαρχίες βγάζοντας λόγους σε συγκεντρώσεις αγροτών. Ο άντρας αυτός ήταν ο Στολίπιν.

Κι ύστερα ήρθε μια άλλη εικόνα: Η πλάτη του πατέρα του να γίνεται μια ματωμένη μάζα από τα χτυπήματα του κνούτου. Η ντροπή που ένιωθε για τον πατέρα του ο Αρκίν δεν θα σβήνε ποτέ.

Αυτό που κάνω τώρα δεν είναι προσωπικό, μα. πολιτικό, συλλογίστηκε.

Όλος ο κόσμος γνώριζε ότι ο πρωθυπουργός φορούσε πάντα αλεξίσφαιρο θώρακα κι είχε γύρω του άντρες της Ασφάλειας. Τούτη εδώ δεν θα ταν η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του. Ο Αρκίν έβλεπε τώρα τους άντρες της Ασφάλειας να μαζεύονται σαν τις κατσαρίδες γύρω απτην πρωθυπουργική άμαξα που είχε πλησιάσει στη βάση της σκάλας. Οι νέοι συνοδοί του Στολίπιν ανέβηκαν στην άμαξα, που την περικύκλωσαν άλλα αμάξια κι αυτοκίνητα.

Εκατόν είκοσι δευτερόλεπτα.

Το γέλιο του πρωθυπουργού αντήχησε βροντερό καθώς πατούσε στο μαρσπιέ της άμαξας.

Εκατό δευτερόλεπτα.

Ένα σφύριγμα έβγαινε από το σακούλι που κρατούσε σφιχτά ο Αρκίν και μύριζε καμένο. Με τον Στολίπιν ασφαλή μες στην άμαξα, οι φρουροί του χαλάρωσαν κάπως και κινήθηκαν μπροστά. Ο Αρκίν χώθηκε στις σκιές πίσω απτην άμαξα, πέταξε το σακούλι του από κάτω της κι απομακρύνθηκε βιαστικά.

Εβδομήντα πέντε δευτερόλεπτα.

Τα μετρούσε σιωπηλά μέσα του.

«Ε, εσύ!»

Ένα χέρι τον άδραξε απ’ τον ώμο χάνοντας την καρδιά του να σταματήσει. Στράφηκε και είδε ένα γίγαντα της Φρουράς να στέκεται σαν πύργος από πάνω του.

«Τι θέλεις;» τον ρώτησε γκρινιάρικα ο Αρκίν. «Βιάζομαι. Ο υπουργός μου με πρόσταξε να φέρω το αυτοκίνητο του».

Ο φρουρός κοίταξε τη στολή του Αρκίν.

«Πώς λέγεσαι;»

«Γκριγκόριεφ».

«Λοιπόν, Γκριγκόριεφ, πες του υπουργού σου να περιμένει έως ότου…»

Ο Αρκίν όμως δεν τον άκουγε. Ο Στολίπιν κατέβαινε από την άμαξα φωνάζοντας στους συνοδούς του πίσω του: «Περιμένετε εδώ. Πρέπει να θυμίσω στο Μεγάλο Δούκα Μιχαήλ ότι θα πάμε βόλτα με τάλογα αύριο».

Ο Αρκίν τα βλέπε όλα σε αργή κίνηση. Το καλογυαλισμένο παπούτσι του πρωθυπουργού να πατάει στο κόκκινο χαλί της σκάλας, το γαντοφορεμένο χέρι του να κινείται, τη γενειάδα του νανεμίζει.

Εξ-ήντα δευτερόλεπτα; Είχε χάσει το μέτρημα.

Προσπάθησε να ξεφύγει από το άδραχμα του φρουρού, αλλά εκείνος τον κρατούσε γερά. Του δείξε τα δυο άλογα της άμαξας που χτυπούσαν ανυπόμονα με τις οπλές τους το έδαφος και τίναζαν νευρικά τα κεφάλια. Μήπως είχαν μυρίσει τη θρυαλλίδα που καιγόταν; «Βοήθησε τους να ηρεμήσουν τα άλογα, γιατί έτσι που κάνουν η άμαξα θα φύγει χωρίς τον πρωθυπουργό».

Μονομιάς ο φρουρός έπαψε να ενδιαφέρεται για τον Αρκίν κι έτρεξε μπροστά. Κι άλλα άλογα άρχισαν να χλιμιντρίζουν και να προσπαθούν να τραβηχτούν πέρα. Ο Αρκίν κοίταξε κάτω από την πρωθυπουργική άμαξα αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα.

Τριάντα δευτερόλεπτα; Ή λιγότερο; Το βαλε στα πόδια μετρώντας από μέσα του. Τριάντα βήματα. Έφταναν; Έτρεχε βρίζοντας τα εμπόδια, τον Στολίπιν, το φρουρό.

Την τύχη του.

Βούτηξε πίσω από μια μεγαλοπρεπή «Ρολς Ρόις», τεράστια σαν βράχο, τη στιγμή που έφτασε στο εκατόν είκοσι.

Με το μυαλό του να χει σταματήσει, στάθηκε κουλουριασμένος εκεί πέρα.

Η έκρηξη ξέσκισε τη νυχτιά. Μια γιγάντια λάμψη φώτισε τα σκοτάδια κι η βαριά «Ρολς Ρόις» ταλαντεύτηκε πάνω στις ρόδες της με τα τζάμια της να γίνονται θρύψαλα. Τ αφτιά του Αρκίν πονούσαν τρομακτικά. Τζάμια έπεφταν πάνω του κοφτερά σαν μαχαίρια. Πήρε με το ζόρι μιαν ανάσα κι ανάγκασε τα πόδια του να τον στηρίξουν και να σηκωθεί. Αυτό που είδε, όμως, τον έκανε να ευχηθεί να μην είχε γυρίσει να κοιτάξει τη σκηνή.