Выбрать главу

Εκεί που βρισκόταν η άμαξα προηγουμένως, τώρα υπήρχε ένα κενό που το γέμιζαν κομματιασμένα κορμιά, αίματα και ουρλιαχτά. Ένα γλιστερό κατακόκκινο ρυάκι έτρεχε στο δρόμο κι η μυρωδιά του εκρηκτικού και του φόβου πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Άνθρωποι έτρεχαν εδώ κι εκεί πανικόβλητοι. Του ερχόταν εμετός. Ακριβώς μπροστά του ήταν πεσμένα τα δυο ωραία άλογα που έσερναν την άμαξα του Στολίπιν. Το ένα ήταν νεκρό με την πλάτη του τσακισμένη. Το άλλο είχε χάσει και τα δυο του πίσω πόδια και ούρλιαζε μισοπεθαμένο. Ένστολοι έτρεχαν παντού με όπλα στα χέρια κι άρπαζαν όποιον έβρισκαν να στέκεται ακόμα στα πόδια του. Ο Αρκίν ήθελε να χαθεί μες στο σκοτάδι, μακριά από αυτό το σφαγείο, μακριά από το γιγαντόσωμο άντρα που στεκόταν σαν εκδικητικός δαίμονας στην κορφή της σκάλας του παλατιού, ουρλιάζοντας οργισμένος μες στη νύχτα. Ο πρωθυπουργός Πιοτρ Στολίπιν ήταν ζωντανός.

Ο Αρκίν τον καταράστηκε. Αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, τράβηξε ένα πιστόλι από τη ζώνη του, έτρεξε κοντά στο κομματιασμένο άλογο και το πυροβόλησε στο κεφάλι.

Τα μάτια του ζώου διαστάλθηκαν, τα μπροστινά του πόδια τινάχτηκαν κι απόμεινε ακίνητο. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του Αρκίν.

Η αποτυχία τύλιγε σαν γκρίζα στάχτη το μυαλό του.

«Καλά τα κατάφερες».

Ο Αρκίν κούνησε το κεφάλι. Τα λόγια δεν σήμαιναν τίποτα.

«Όχι».

«Βίκτορ, τώρα πια ο τσάρος θα προσέχει τα βήματα του.

Τρόμαξες κι αυτόν και την κυβέρνηση του. Στο μέλλον δεν θα απορρίπτουν τα αιτήματα μας για.»

«Πάτερ Μορόζοφ, δεν σκέφτεσαι σωστά. Ο Στολίπιν ζει».

«Το ξέρω». Ο παπάς ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Αρκίν και τον κοίταξε βυθίζοντας το βλέμμα του ως τα κατάβαθα της ψυχής του. «Μην αρνείσαι στον εαυτό σου την ικανοποίηση ότι έδωσες ένα γερό χτύπημα υπέρ του νέου κόσμου που χτίζουμε. Ξέρουμε καλά κι οι δυο μας πως πρώτα πρέπει να γκρεμίσουμε τον παλιό κόσμο».

«Ο Στολίπιν θα προβεί σε αντίποινα», αποκρίθηκε ο Αρκίν και τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Θα έχουμε κι άλλους νεκρούς».

«Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να καταβάλουμε».

«Πες μου, πάτερ, πώς νομίζεις ότι το αντιμετωπίζει αυτό ο Θεός σου; Πώς συμβιβάζεις τη θρησκευτική σου συνείδηση με τις βόμβες που βάζεις; Τι δικαιολογία λες στις προσευχές σου;»

Ο παπάς έπιασε το σκαλιστό σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του, τον φίλησε κι ύστερα ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπο του Αρκίν. Τα χείλη του ήταν δροσερά, κι ενάντια στη θέληση του ο Αρκίν ένιωσε γαλήνη να διαπερνά το κρανίο του και να σβήνει τις φλόγες που καιγαν στο μυαλό του.

«Ο αγώνας μας είναι δίκαιος», είπε ο Μορόζοφ με σταθερή φωνή. «Μην αμφιβάλλεις στιγμή γι’ αυτό. Διεξάγουμε έναν ιερό πόλεμο για τη σωτηρία των ψυχών του λαού του Θεού στη Ρωσία. Εκείνος είναι ο φλεγόμενος πυλώνας μας τη νύχτα και το νέφος που μας καλύπτει την ημέρα.

Μας θωρακίζει η δικαιοσύνη Του».

Ο Βίκτορ Αρκίν γύρισε αλλού το κεφάλι.

«Πάτερ, θα ψάξουν να μας βρουν». Έδειξε ένα γύρω το υπόγειο. «Πρέπει να φύγεις αμέσως από δω».

«Θα επιστρέψω στο χωριό μου. Δεν απέχει πολύ κι έτσι μπορώ να ρθω αμέσως αν χρειαστεί. Εσύ τι θα κάνεις;»

«Θα μείνω κοντά στον υπουργό μου. Θα έχει εξοργιστεί από την επίθεση κατά του πρωθυπουργού, κι όταν είναι οργισμένοζ λέει πολλά. Με αντιμετωπίζει σαν μια σκέτη καφέ στολή με τίποτα μέσα της, κι όταν είναι στο αυτοκίνητο λέει πολλά που δεν θα πρεπε να ειπωθούν».

«Όπως είπα και πριν, Βίκτορ, ο Θεός είναι μαζί μας».

Ο Αρχίν μάζεψε το πηλήκιο του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

«Καταλαβαίνεις ότι στο τέλος θα αναγκαστούμε να τους σκοτώσουμε όλους», είπε χαμηλόφωνα. «Ακόμα και τις γυναίκες και τα παιδιά».

«Ο θάνατος είναι μια καινούργια αρχή. Δες το έτσι. Η αρχή της αιωνιότητας για εκείνους και η αρχή ενός δίκαιου και έντιμου καινούργιου κόσμου για αυτούς που επέλεξαν να τον χτίσουν εδώ, τον Παράδεισο επί της Γης».

Στο μυαλό του Αρκίν ήρθαν δυο μεγάλα καστανά μάτια κι ένα απαλό σαρκώδες στόμα. Κάνε ό,τι πρέπει, του είχε πει στη Μόρσκαγια, όταν οι διαδηλωτές πλησίαζαν στο αυτοκίνητο τους. Ψύχραιμη σαν γάτα που λιάζεται, με την ξανθούλα αδελφή της δίπλα της να κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.

Όλους τους. Νχ τους σκοτώσουμε όλους, όταν θα έρθει -η στιγμή.

Το χέρι του έτρεμε καθώς έπιανε το πόμολο της πόρτας.

 

12

Στο πάνω πάτωμα, ο ψηλοτάβανος διάδρομος ήταν παγωμένος. Ο άνεμος χωνόταν ανάμεσα στα κεραμίδια και κουτρουβαλούσε απτις σοφίτες. Η Βαλεντίνα άκουγε το βογκητό του, που λες κι ερχόταν κατευθείαν από το δάσος.