Выбрать главу

Τότε θα τα πάμε χαλά, της είχε πει εκείνος. Χαμογέλασε στη θύμηση του κι αναπόλησε τον τρόπο που τα δάχτυλα του έσφιγγαν τα χαλινάρια, τη μυρωδιά του πανωφοριού του. Το χέρι του στο σβέρκο της. Μπορώ να σε επισκεφτώ; Από την πόρτα της Κάτιας δεν έβγαινε καθόλου φως, αλλά η Βαλεντίνα την άνοιξε και χώθηκε στο δωμάτιο. Έβγαλε αθόρυβα τα παπούτσια του χορού, σήκωσε μια άκρη απ το πάπλωμα και χώθηκε στο ζεστό κρεβάτι.

«Κάτια», ψιθύρισε κι αγκάλιασε με το ένα χέρι την αδελφή της. Περίμενε αρκετά λεπτά μέχρι που τα ρουθούνια της κατέγραψαν μια οσμή να βγαίνει απτα σκεπάσματα, μια μεταλλική αρρωστημένη οσμή που την ήξερε πολύ καλά.

Τινάχτηκε. «Κάτια!»

Καμιά απάντηση. Τότε ένιωσε την υγρασία σόλο της το μπράτσο.

«Κάτια!»

Στριφογύρισε πανικόβλητη, βρήκε το διακόπτη του πορτατίφ και το άναψε. Το χέρι της ήταν κατακόκκινο.

«Όχι! Κάτια!»

Η αδελφή της ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα. Στον έναν της καρπό ήταν καρφωμένο ένα ψαλίδι. Τα πάντα ήταν κατακόκκινα στο κρεβάτι. Τόσο πολύ αίμα από μια τόση δα τρυπούλα! Η Βαλεντίνα πήδηξε στο πάτωμα, άρπαξε τη ζώνη της ρόμπας της Κάτιας και την έδεσε σφιχτά πάνω από τον αγκώνα. Η ροή του αίματος λιγόστεψε. Έσφιξε κι άλλο τον κόμπο. Τώρα έτρεχαν μόνο λίγες σταγόνες. Το πρόσωπο της Κάτιας ήταν κατάλευκο σαν τα μαξιλάρια της, το μόνο πράγμα πάνω της που είχε λίγο χρώμα ήταν τα ξανθά της μαλλιά. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Η Βαλεντίνα την έσφιξε με αγωνία στην αγκαλιά της.

«Γιατί, Κάτια; Γιατί;»

Έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε τρέχοντας να βρει την αδελφή Σόνια.

Όπως περίμενε καθισμένη στη βάση της σκάλας, η Βαλεντίνα είδε τα πρώτα ροδοδάχτυλα της αυγής να χώνονται από τις χαραμάδες των παντζουριών και ναφήνουν το αχνάρι τους στο μαρμάρινο πάτωμα. Όταν το φωτεινό σημάδι πήρε το σχήμα και το μέγεθος ενός παιδιού, άκουσε βήματα στη σκάλα. Αργά και βαριά.

«Δόκτωρ Μπελόι». Σήκωσε το βλέμμα κι αντίκρισε ένα πλατύ πρόσωπο με παχιές φαβορίτες κι ένα μικρό μουσάκι.

«Πώς είναι;»

Ο γιατρός συνέχισε να κατεβαίνει βαριά. Τα ρούχα του μύριζαν λάβδανο, τα δυο δάχτυλα του ενός του χεριού ήταν κίτρινα από τη νικοτίνη. Ήταν ένας από τους καλύτερους -κι ακριβότερους- γιατρούς της Αγίας Πετρούπολης. Έπιασε τη Βαλεντίνα απτον ώμο για να την καθησυχάσει.

«Είναι ζωντανή. Η μητέρα σας είναι μαζί της».

Η Βαλεντίνα αναστέναξε ανακουφισμένη.

«Η αδελφή σου θα ξεπεράσει αυτό το. παραστράτημα της. Ο Θεός να τη συγχωρέσει». Κούνησε το κεφάλι κι έσφιξε την κορφή της μύτης του σαν να τον πονούσε.

«Δεν θα πεθάνει;»

«Όχι., μη φοβάσαι, δεν θα πεθάνει. Χάρη σεσένα. Εσύ της έσωσες τη ζωή».

«Δεν θα πεθάνει.»

«Θα είναι αδύναμη για ένα διάστημα, γιατί έχασε πολύ αίμα. Κι ε°ύ να πας ναλλάξεις, είσαι γεμάτη αίματα».

Της χάιδεψε τον ώμο όπως κάνουμε στα τρομαγμένα ζώα και διέσχσε με το βαρύ του βήμα το χολ. Η Βαλεντίνα απόμεινε να κοιτάζει τις σκάλες. Ένας υπηρέτης άνοιξε την πόρτα, μα ° γιατρός στράφηκε κι έκανε νόημα στην κοπέλα.

«Βαλεντίνα, έλα εδώ».

Διστακτικά εκείνη πήγε κοντά του.

«Πες μου κάτι, δεσποινίς. Πώς ήξερες με ποιον τρόπο βάζουν το τουρνικέ;»

«Έχω διαβάσει σχετικά».

«Λοιπόν, οι γονείς σου πρέπει να ευχαριστούν γονατιστοί το Θεό που μπήκες στο δωμάτιο της αδελφής σου. Αν τη βρίσκατε το πρωί, θα ήταν νεκρή, παγωμένη».

Το βλέμμα της Βαλεντίνας ήταν καρφωμένο στο πάνω κεφαλόσκαλο και δεν ήξερε πού να βολέψει τα χέρια της.

«Έκανες καλή δουλειά και της σταμάτησες την αιμορραγία. Αγαπητή μου, φέρθηκες σαν αληθινή νοσοκόμα».

Τα λόγια του τράβηξαν την προσοχή της.

«Δόκτωρ Μπελόι, τι πρέπει να κάνω για να γίνω αληθινή νοσοκόμα;»

«Καλό μου κορίτσι, μη λες ανοησίες».

«Μπορείτε να με συστήσετε σένα νοσοκομείο για να εκπαιδευτώ;»

«Βαλεντίνα, δεν είναι ώρα για αστεία».

«Δεν αστειεύομαι».

Ο γιατρός αναστέναξε κι έσφιξε πάλι την κορφή της μύτης του.

«Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν χρειάζεται να προσθέσεις κι άλλα προβλήματα στους γονείς σου. Αρκετά έχουν». Έκανε να τη χαϊδέψει ξανά, μα εκείνη τραβήχτηκε. «Σου μπήκε μια ανόητη ιδέα εξαετίας αυτού του περιστατικού.» Κούνησε αόριστα το χέρι του. «Εξαιτίας αυτού του λάθους της αδελφής σου».

«Δεν θα με βοηθήσετε;»

«Όχι βέβαια. Αντί να σκέφτεσαι τέτοιες ανοησίες, πήγαινε να παρηγορήσεις τη δύστυχη τη μητέρα σου. Η νοσηλευτική δεν είναι για κοπέλες σαν εσένα».

«Και γιατί;»

«Κορίτσι μου, άφησε τις χαζομάρες. Ξέρεις πολύ καλά το γιατί».

Ίσιωσε το σακάκι του τραβώντας το νευρικά και βγήκε απ’ το σπίτι. Κι η Βαλεντίνα ανέβηκε τρέχοντας πάνω.

Η Βαλεντίνα κατέβασε το βιβλίο.

«Νομίζω ότι αρκετά ασχοληθήκαμε με τη δυστυχία του κυρίου Ρότσεστερ. Ας ασχοληθούμε τώρα με τα δικά σου».