Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού της αδελφής της, της διάβαζε την Τζέιν Εφ. Ήταν ένα από τα αγαπημένα της μυθιστορήματα και μέσα στις σελίδες του έβλεπε πάντα την αδελφή της να πεταρίζει με κομμένα φτερά.
Η Κάτια την κοίταξε με αψηφισιά και τα μαγουλά της πήραν λίγο χρώμα.
«Εγώ λέω να μην ασχοληθούμε».
«Γλυκιά μου αδελφούλα, πρέπει να μου τα πεις».
«Στα είπα ήδη».
«Εννοώ να μου πεις την αλήθεια».
«Την αλήθεια σου είπα. Κουράστηκα. Αρκετά πια». Σκέπασε τα μάτια της με την παλάμη της, λες κι ήθελε να κλείσει έξω τον κόσμο. «Βαρέθηκα τα πάντα».
Η Βαλεντίνα της κατέβασε μαλακά το χέρι.
«Με βαρέθηκες κι εμένα;»
Τα γαλανά μάτια της Κάτιας βούρκωσαν.
«Γίνεσαι άδικη», είπε.
«Αυτό που έκανες ήταν άδικο».
«Το ξέρω».
Η Βαλεντίνα σύρθηκε πιο κοντά και την αγκάλιασε. Χάιδεψε το τυλιγμένο στους επιδέσμους χέρι της.
«Πες μου για το χορό», την παρακάλεσε η Κάτια.
«Πληκτική εκδήλωση. Ένα σωρό στρυφνοί στρατιωτικοί. Πάρα πολλή τεστοστερόνη».
«Τι είναι αυτό;»
«Αυτό που χρησιμοποιούν αντί για άρωμα οι άντρες».
«Πόσα ξέρεις!» χασκογέλασε η Κάτια.
«Απλώς διάβασα μερικά ιατρικά βιβλία». Άπλωσε το χέρι της, έπιασε το σαγόνι της Κάτιας και το στρίψε προς το μέρος της. «Γι’ αυτό το έκανες, Κάτια; Εξαιτίας του χορού;»
Η αδελφή της κατέβασε τα μάτια, μα η Βαλεντίνα σιωπηλή περίμενε μιαν απάντηση.
«Ήξερα πως εκεί πέρα θα έβρισκες ένα σύζυγο. Γι’ αυτό γίνονται οι χοροί», ψιθύρισε η Κάτια.
«Είσαι χαζή. Έπληξα μέχρι θανάτου. Ξέρεις καλά ότι πήγα επειδή μανάγκασε η μαμά». Αγκάλιασε και με τα δυο της χέρια την αδελφή της και την έσφιξε πάνω της.
Μύριζε ευκάλυπτο από την αλοιφή που της είχε βάλει η αδελφή Σόνια. Έσκυψε και της φίλησε τα μαλλιά.
«Δεν πρόκειται να σαφήσω», της υποσχέθηκε.
«Δηλαδή, δεν βρήκες σύζυγο;»
«Όχι βέβαια. Χόρεψα λιγάκι μόνο. Ήπια λιμοντσέλο και κοίταξα τάστρα».
«Τάστρα;»
«Ναι».
«Γνώρισες κανέναν ιδιαίτερο τύπο;»
Στο μυαλό της Βαλεντίνας ήρθε ένχ,ζευγάρι πράσινα μάτια να καρφώνονται με ένταση στα δικά της. Κι άλλο ένα ζευγάρι, γκρίζα και σκληρά, να τη σημαδεύουν πάνω από ένα όπλο.
«Όχι», είπε και χαμογέλασε. «Κανέναν ενδιαφέροντα τύπο».
Η Βαλεντίνα κι η μητέρα της ξεκίνησαν να πάνε σένα βιβλιοπωλείο. Τα σύννεφα, γεμάτα χιόνι, κρέμονταν χαμηλά λες κι ήθελαν να λιώσουν την Αγία Πετρούπολη. Καθισμένη στο αυτοκίνητο η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από το σβέρκο του σοφέρ. Ήθελε να τον αρχίσει στις γροθιές και να του φωνάξει: Με κατατρόμαζες! Με τρόμαξες τόσο πολύ, που φέρθηκα σαν χαζή στο έλκηθρο.
Μπροστά σε δυο πράσινα μάτια. Πες μου τι ήταν κάτω από το καραβόπανο! Όταν ωστόσο εκείνος της άνοιξε ευγενικά την πόρτα για να κατέβει, τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Απόψε δεν θα έχει φεγγάρι. Αντίθετα από χθες».
Τον είδε να σφίγγεται και να πεταρίζει ταραγμένος τα μάτια.
Δεν έχεις τίποτα να πεις για το κωλαράκι μου σήμερα; συλλογίστηκε. Βέβαια, δεν κρατάς τουφέκι για να νιώθεις δυνατός.
Τον άφησε ξερό δίπλα στο αυτοκίνητο κι ακολούθησε τη μητέρα της στο βιβλιοπωλείο. Θα τον έκανε να περιμένει, πανάθεμά τον, μέχρι να ξεπαγιάσει.
«Έχετε βιβλία μηχανολογίας και μηχανικής;»
Μίλησε σιγανά για να μην την ακούσει η μητέρα της που βρισκόταν στην άλλη άκρη του καταστήματος, αναγκάζοντας τον υπάλληλο να σκύψει για να την ακούσει.
«Μάλιστα, δεσποινίς. Ελάτε να σας δείξω.»
«Πείτε μου πού είναι και θα τα βρω».
Ο υπάλληλος της είπε κι η Βαλεντίνα πήγε βιαστικά εκεί που της υπέδειξε. Δεν υπήρχαν πολλά σχετικά βιβλία. Είδε ένα για τη γεφυροποιία, μερικά για ορυχεία και μεταλλεία, ένα για το πώς κατασκευάστηκε το Κρεμλίνο στη Μόσχα. Για σήραγγες, κανένα.
Διάλεξε κάτι γρήγορα, είπε μέσα της.
Κάτι για αυτοκίνητα. Είχε πει ότι του άρεσε να παιδεύεται με μηχανές. Άπλωσε το χέρι να κατεβάσει ένα βιβλίο, και το βλέμμα της έπεσε στη ράχη του διπλανού. Άιζαμπαρντ Κίνγκντομ Μπράνελ. Το άρπαξε κι έτρεξε στο ταμείο.
«Τι είναι αυτό;» άκουσε δίπλα της τη φωνή της μητέρας της.
«Μια βιογραφία του Μπράνελ».
«Και ποιος είναι αυτός ο Μπράνελ;»
«Ένας Άγγλος, μαμά», αποκρίθηκε δήθεν αδιάφορα η Βαλεντίνα. «Κοίτα, πήρα ένα βιβλίο και για την Κάτια».
Και της έδειξε έναν τόμο με ποιήματα του Σαρλ Μποντλέρ.
«θα της αρέσει;» ρώτησε με αμφιβολία η μητέρα της.
«Βέβαια».
«Είσαι πολύ καλή μαζί της». Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα της χαμογέλασε τρυφερά. «Να ξέρεις ότι ο πατέρας σου κι εγώ σου είμαστε βαθύτατα ευγνώμονες που της έσωσες τη ζωή.
Είναι τυχερή που σέχει». Βούρκωσε κι άγγιξε απαλά το χέρι της Βαλεντίνας που κρατούσε τα ποιήματα. «Κι εμείς το ίδιο. Αλήθεια σου λέω, καλή μου». Απότομα, ενοχλημένη που άφησε να φανούν τα συναισθήματα της, άλλαξε τόνο. «Ξέχασα να σου πω. Ο λοχαγός Στεπάν Τσερνόφ των Ουσάρων -νομίζω πως γνωριστήκατε στο χορό- πέρασε κι άφησε την κάρτα του. Θα έρθει να σε επισκεφθεί αύριο το απόγευμα».