Καθώς οδηγούσε επιστρέφοντας τις κυρίες στο σπίτι, ο Αρκίν καταλάβαινε πως κάτι είχε συμβεί στο βιβλιοπωλείο: Το αυτοκίνητο ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Και στο μυαλό του σοφέρ τριγύριζε η φράση της Βαλεντίνας: Απόψε δεν θα έχει φεγγάρι. Μα που να πάρει ο διάβολος, δεν μπορούσε να ξέρει για τα χθεσινά. Δεν μπορούσε να τα ξέρει.
Ήθελε να μιλήσει με τον Σεργκέγιεφ, αλλά μετά τις βόμβες έπρεπε να καθίσει ήσυχος. Ήσυχος. Για να ξεσπάσει, πάτησε με μανία το κλάξον για να κάνει στην άκρη ένα κάρο που του κλείνε το δρόμο. Πώς να μείνει ήσυχος; Ο «Παράδεισος επί της Γης» θα πληρωνόταν πανάκριβα, κι εκείνος αποδεχόταν το τίμημα. Οι νύχτες όμως περνούσαν πολύ δύσκολα. Το μυαλό του δεν έβρισκε ησυχία.
Πίσω του η μητέρα έσπασε τη σιωπή. Έδειξε ένα καινούργιο κατάστημα γυναικείων νεωτερισμών και υποσχέθηκε στην κόρη της πως θα την πάει να δοκιμάσει διάφορα φορέματα. Του Αρκίν του άρεσε η φωνή της μαντάμ Ιβάνοβα. Όταν την άκουγε χωρίς να την κοιτάζει, σχημάτιζε μια εικόνα κεφάτης γυναίκας χωρίς εκείνη τη μόνιμη ανησυχία που σκίαζε πάντα τα μάτια της. Η μαντάμ Ιβάνοβα δεν εμπιστευόταν ούτε τους ανθρώπους ούτε τη ζωή. Κι ο Αρκίν την καταλάβαινε απόλυτα.
Έκοψε ταχύτητα στη διασταύρωση με τη Νέφσκι κι άκουσε ολοκάθαρα την κόρη να λέει: «Μαμά, ανησυχώ για τον μπαμπά. Αυτή η απόπειρα κατά της ζωής του πρωθυπουργού Στολίπιν μπορεί να είναι η αρχή ενός σχεδίου επιθέσεων ενάντια σε όλους τους υπουργούς του τσάρου. Μπορεί να επιτεθούν ξανά στον μπαμπά».
«Βαλεντίνα, αυτά τα πράγματα πρέπει να αφήσουμε τον πατέρα σου να τα χειριστεί. Μην ανακατώνεσαι. Δεν του αρέσει. Εκείνος παίρνει τις σχετικές αποφάσεις, όχι εμείς».
«Μαμά, εσένα σε τρομάζουν οι επαναστάτες;»
«Όχι βέβαια. Είναι ανοργάνωτος όχλος. Και τέλος πάντων, μην ξεχνάς ότι έχουμε το στρατό να μας προστατεύει».
«Άντρες σαν το λοχαγό Τσερνόφ;»
«Ακριβώς». Ακολούθησε μια σιωπή γεμάτη ένταση κι ύστερα η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα πρόσθεσε: «Σε παρακαλώ, Βαλεντίνα, μην κάνεις τη δύσκολη γιαυτή την επίσκεψη».
Ο Αρκίν φαντάστηκε τις εκφράσεις τους πίσω του: Να πιστεύουν ότι ο λοχαγός Τσερνόφ θα τις προστάτευε.
Ο Αρκίν ξύπνησε μουσκεμένος στον ιδρώτα. Κάποιος φώναζε μες σταφτί του. Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια του, αλλά ήταν παγιδευμένα στο αναστατωμένο κρεβάτι.
Ένιωσε έναν ιστό αράχνης να του τυλίγει το πρόσωπο - κι η φωνή συνέχιζε να χαλάει τον κόσμο. Δεν θα σταματούσε ποτέ αυτός ο μπάσταρδος; Το κεφάλι του πονούσε, η καρδιά χτυπούσε σαν να ήθελε να σπάσει, το στομάχι του χοροπηδούσε. Κι έκανε εμετό στα σεντόνια του.
Μια γροθιά κοπανούσε τον τοίχο.
«Σκάσε, γαμώτο!» Η φωνή του Ποπκόφ.
Ο Αρκίν βούλωσε το στόμα του με την παλάμη του - κι η φωνή σταμάτησε. Από το δικό του το λαρύγγι έβγαινε.
Ανακάθισε. Κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα κι η επαφή με τις κρύες σανίδες τον συνέφερε. Βρισκόταν στο δωματιάκι του πάνω από τους στάβλους. Νευρικά, σκούπισε το κάθιδρο πρόσωπο του.
Τι είδους άνθρωπος βλέπει εφιάλτες επειδή σκότωσε κάτι άλογα; Κι οι άνθρωποι που κομμάτιασε; Το όνειρο ερχόταν κάθε νύχτα. Έβλεπε ολοζώντανα το μαύρο άλογο με τα πίσω του πόδια κομμένα να σφαδάζει και να δαγκώνει το κορμί του για να μερώσει τον πόνο και τα ουρλιαχτά του να ξεσκίζουν τη νυχτιά.
Οι άνθρωποι πού ήταν; Τι είχαν γίνει τα δικά τους ουρλιαχτά; Θεέ και Κύριε, τι είδους άνθρωπος γινόταν; Έβγαλε το τσαλακωμένο και υγρό νυχτικό του κι απόμεινε γυμνός να τρέμει. Το σκοτάδι τον βόλευε. Μαύριζε κι εξαφάνιζε τα πάντα. Μόνο το μέλλον θα ήταν λαμπρό.
13
Ο γιος της κόμισσας ήταν ατρόμητος, αυτό ο Γιενς δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Πηδούσε πάνω από κάθε εμπόδιο που του έβαζε. Το παιδί δεν ήταν ομιλητικό, αλλά ποιος μπορούσε να το κατηγορήσει έτσι που περνούσε όλες του τις μέρες κλειδωμένο μέναν ξερακιανό και στρυφνό δάσκαλο; Έξω στην ύπαιθρο, όμως, άφηνε δυνατές κραυγές παιδιάστικης χαράς όταν το γεροδεμένο μικρό του πόνι τιναζόταν σαν βέλος όποτε του χτυπούσε τα παχουλά πλευρά με τις φτέρνες του.
Μια δέσμη ηλιαχτίδες φώτισε σαν προβολέας το μονοπάτι.
«Αλεξέι», φώναξε πάνω από τον ώμο του ο Γιενς, «πάμε κάτω στο χείμαρρο!»
αΜπορώ να πηδήξω από πάνω του;» φώναξε το παιδί.
«Την τελευταία φορά που το κάνες, έπεσες».
«Δεν χτύπησα όμως».
Η μητέρα του γκρίνιαζε ότι ο ώμος του γιου της ήταν μελανιασμένος για δεκαπέντε μέρες και τους είχε απαγορέψει να ξαναπηδήξουν πάνω από το ποταμάκι μέχρι να μεγαλώσει ο Αλεξέι, που τώρα χαμογελούσε στον Γιενς.