Выбрать главу

«Δεν θα πέσω».

«Μου το υπόσχεσαι;»

«Σου το υπόσχομαι!» .

«Χαμηλά τα πόδια σου λοιπόν!» Όρμησαν ανάμεσα στους θάμνους μέχρι το σημείο που ο χείμαρρος χάραζε την πορεία του μέσα στη μαύρη γη. Τα μάγουλα του αγοριού ήταν κατακόκκινα. Ο Γιενς είδε τα χεράκια του να σφίγγουν τα χαλινάρια, να κλοτσάει τα πλευρά του αλόγου, το πόνι να ετοιμάζεται να πηδήξει - αλλά την τελευταία στιγμή ο Αλεξέι τράβηξε δυνατά τα χαλινάρια αναγκάζοντας το να σταματήσει. Το αγόρι πήδηξε απ τη σέλα και στάθηκε γονατιστό στο φαγωμένο νερό.

«Βγες από κει!» πρόσταξε ο Γιενς.

Το αγόρι όμως κρατούσε το κεφάλι ενός σκυλιού. Το σήκωνε ψηλά για να μπορέσει το ζώο να αναπνεύσει. Του χάιδευε τη μουσκεμένη μουσούδα και του έβγαζε μούσκλια από τα μάτια.

«Άφησε το, Αλεξέι. Είναι ψόφιο».

«Όχι».

«Βγες απ’ το νερό, θα ξεπαγιάσεις».

«Όχι».

Ποτέ άλλοτε δεν τον είχε αψηφήσει ο Αλεξέι. Ο Γιενς έσκυψε από τη σέλα και τράβηξε το άψυχο ζώο από το νερό. Ήταν ένα μεγαλόσωμο κυνηγόσκυλο με άγριο μαύρο τρίχωμα και τα δόντια του έδειχναν πως ήταν νεαρό. Έσταζε νερά μουσκεύοντας τα ρούχα του. Με τον Αλεξέι ξοπίσω του να κρατάει το ένα αφτί του ζώου γύρισαν στην όχθη.

«Θέλω να το πάρω σπίτι», είπε ο Αλεξέι.

«Γιατί;»

Το αγόρι έσφιξε στο στήθος του το υγρό κεφάλι.

«Αν πεθάνω μέσα σένα ποτάμι, θέλω κι εγώ να με βγάλουν και να με θάψουν».

Ο Γιενς δεν βρήκε τίποτα να του πει. Έδεσε με τη ζώνη του το σκυλί στη ράχη του πόνυ, ανέβασε τον Αλεξέι στον Ήρωα και καβάλησε κι αυτός πίσω του. Τύλιξε με το σακάκι του το παιδί που έτρεμε και ξεκίνησε βιαστικά.

«Θείε Γιενς, είχες ποτέ σου σκύλο;»

«Ναι. Όταν ήμουν παιδί, είχα ένα δυνατό σκύλο απαυ τους που τραβάνε τα έλκηθρα. Όλο μούσκουλα και δόντια.

Μου άφησε μερικά σημάδια για να τον θυμάμαι. Όλα τα παιδιά πρέπει να έχουν σκύλο».

Το κεφαλάκι του μικρού κουνήθηκε καταφατικά κι ύστερα στράφηκε και τον κοίταξε με τα μάτια του ολοστρόγγυλα από αποθυμιά.

Ο Γιενς αναστέναξε.

«Εντάξει, θα μιλήσω στη μητέρα σου».

 

14

Όπως το είχε υποσχεθεί, ο Γιενς επισκέφθηκε τη Βαλεντίνα. Έτσι καθώς στεκόταν αδέξια στο κατώφλι της, ένιωθε σαν χαζό χωριατόπαιδο. Μα ήταν για γέλια. Αυτός, που είχε καθίσει δίπλα στις πιο σπουδαίες κυράδες της Αγίας Πετρούπολης και τις είχε φλερτάρει όλες! Και τώρα, τούτο το τρυφερό κλαράκι, τούτο το κοριτσάκι, απλά και μόνο επειδή τον είχε κοιτάξει κατάματα τον έκανε να νιώθει άγαρμπος κι αδέξιος. Οι κινήσεις της είχαν μια μουσικότητα που έκανε όλες τις άλλες να φαντάζουν χοντροκομμένες. Του θύμιζε καλοκαιριάτικη αύρα πάνω από το Νέβα.

Ένας υπηρέτης με οικοστολή του άνοιξε και τον πέρασε στην αίθουσα υποδοχής. Εντυπωσιακή, όντως. Ο Γιενς κοίταξε ένα γύρω, το χρυσωμένο πολυέλαιο, τα μαρμάρινα αγάλματα μες στις κόγχες τους. Οι Ρώσοι τρελαίνονταν να επιδεικνύουν τον πλούτο τους, ίδιοι με παγόνια όταν ξεδιπλώνουν τις ουρές τους.

«Η δεσποινίς Βαλεντίνα είναι απασχολημένη αυτή τη στιγμή στο γαλάζιο σαλόνι».

Ο υπηρέτης ήταν ψηλόλιγνος με στενό πρόσωπο κι απίθανα μεγάλα χέρια. Ο Γιενς του έδωσε την κάρτα του.

«Ενημέρωσε τη, σε παρακαλώ, ότι ήρθα».

Ο υπηρέτης εξαφανίστηκε. Η δεσποινίς είναι απασχολημένη. Με καμιά φιλενάδα από το σχολείο; Οι κυρίες της Αγίας Πετρούπολης είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν το πρωί με ταμάξια τους η μια στο σπίτι της άλλης και ν αφήνουν την κάρτα τους, κι ύστερα να επισκέπτονται το απόγευμα η μια την άλλη για τσάι, ενώ τα βράδια ακολουθούσε μια σειρά από γιορτές και δεξιώσεις. Μια γυναίκα άλλαζε φόρεμα έξι κι οκτώ φορές την ημέρα - κι αυτό δεν ήταν τίποτα. Ο Γιενς αναλογίστηκε τα λόγια που είχε πει η Βαλεντίνα μέσα στο σκοτάδι: Θέλω. κάτι περισσότερο.

Την καταλάβαινε βέβαια. Η νοσηλευτική, όμως; Εδώ άλλαζε το πράγμα.

«Η δεσποινίς Βαλεντίνα θα σας δει τώρα».

Πέρασε στο γαλάζιο σαλόνι. Υποτίθεται πως όλα εκεί μέσα θα ήταν γαλάζια, αλλά το μόνο που είδε ο Γιενς ήταν η Βαλεντίνα. Η λεπτή της φιγούρα καθισμένη σ’ έναν μπροκάρ καναπέ, με την πλάτη τεντωμένη ολόισια και τα χέρια ακουμπισμένα στην ποδιά της. Ο Γιενς ένιωσε πως κάτι την έκανε να μην αισθάνεται άνετα. Μήπως θεωρούσε εισβολή την επίσκεψη του; Η κοπέλα ωστόσο του χαμογέλασε, σηκώθηκε και του άπλωσε το χέρι.

«Καλοσύνη σας που με επισκεφθήκατε».

Ο τρόπος της ήταν τυπικός, λες και δεν είχε κουλουριαστεί κάποτε στην αγκαλιά του μες στο σκοτάδι και στην παγωνιά.

«Ελπίζω να σας βρίσκω καλά».

«Πολύ καλά, ευχαριστώ. Αν και το κρύο ήταν πολύ δυνατό τούτες τις τελευταίες ημέρες».

Τα μαύρα της μάτια καρφώθηκαν στα δικά του και μέσα τους φάνηκε εκείνη η γνωστή σπίθα. Τα κατέβασε όμως και στράφηκε στο πλάι κάνοντας τη μεταξωτή φούστα της να θροΐσει.