«Τι ωραία!» είπε η Βαλεντίνα με γουρλωμένα μάτια, αλλα η μητέρα της συνοφρυώθηκε. Κι ο λοχαγός αγριοκοίταξε τον Γιενς.
«Δεν νομίζω να είναι κατάλληλη διασκέδαση για μια δεσποινίδα», είπε.
«Ενώ είναι το θέαμα αντρών που προσποιούνται ότι σφάζουν ο ένας τον άλλον;» τον ρώτησε η Βαλεντίνα.
«Είμαι σίγουρος ότι δεν θα θέλατε να απογοητεύσετε τον τσάρο», απευθύνθηκε στη μητέρα ο Γιενς. «Μαγεύτηκε από την κόρη σας όταν την άκουσε να παίζει πιάνο σεκείνη τη συναυλία. Είναι μεγάλη τιμή για σας».
Αυτό την κλόνισε.
«Με κάποια συνοδό, φυσικά», πρόσθεσε ο Γιενς.
Άκουσε τη Βαλεντίνα να βαριανασαίνει.
«Πολύ καλά», υπέκυψε διστακτικά η μητέρα της. «Θα περιμένει να γίνει κάποια άλλη επίδειξη ξιφασκίας. Ελάτε τώρα, λοχαγέ, ο σύζυγος μου σας περιμένει. Κι εν τω μεταξύ, κύριε», πρόσθεσε μιλώντας με απόλυτο τρόπο στον Γιενς, «σας χαιρετώ».
Συνόδεψε και τους δυο άντρες έξω, αλλά καθώς η πόρτα του σαλονιού έκλεινε πίσω τους, ένα γελάκι ξέφυγε από τη χαραμάδα.
Η Βαλεντίνα στάθηκε στο πεζοδρόμιο και κοίταξε συνεπαρμένη το νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας. Δεν το περίμενε τόσο μεγάλο και τόσο παλιό. Οι ανοιχτόχρωμες πέτρες της πρόσοψης του μαδούσαν και τα ψηλά του παράθυρα ήταν φραγμένα με σκουριασμένα κάγκελα. Το δυνατό κρύο την έκανε να χώσει βαθιά τα χέρια της στο μανσόν της, αλλά δεν αποθαρρύνθηκε.
Για να γίνεις νοσοκόμα πρέπει ex. είσαι σκληρή.
Έτσι της είχε πει ο γιατρός. Ίσιωσε λοιπόν τους ώμους της, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε σένα μεγάλο χολ που μύριζε απολυμαντικό και κάτι άλλο δυσάρεστο, κάτι που έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. Τα πάντα ήταν βαμμένα καφέ. Διάδρομοι ανοίγονταν προς κάθε κατεύθυνση. Στη μια πλευρά βρισκόταν ένα γραφείο με συρόμενη γυάλινη πόρτα που πίσω της καθόταν μια γυναίκα. Στριφογύριζε ένα νόμισμα ανάμεσα στα δάχτυλα της.
«Καλησπέρα», είπε χαμογελαστά η Βαλεντίνα. Η γυναίκα δεν της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Θέλω να μιλήσω σε κάποιον σχετικά με την εκπαίδευση νοσοκόμων».
«Θέλετε να προσλάβετε μια εκπαιδευμένη νοσοκόμα;»
«Όχι. Θέλω να μάθω πώς μπορεί να γίνει κάποια νοσοκόμα».
«Να στείλετε την ίδια την ενδιαφερόμενη. Η προϊσταμένη μας θα θέλει να της μιλήσει προσωπικά».
«Εγώ είμαι η ενδιαφερόμενη», είπε η Βαλεντίνα κι έδειξε τον εαυτό της.
«Θέλετε να γίνετε νοσοκόμα;»
«Μάλιστα».
Η γυναίκα έσκυψε και βάλθηκε να ψαχουλεύει κάτι χαρτιά. Η Βαλεντίνα νόμισε ότι έψαχνε για κάποιο έντυπο, αλλά τότε πρόσεξε ότι οι ώμοι της άλλης τραντάζονταν.
Κοκκίνισε ολόκληρη.
«Μήπως πρέπει να μιλήσω σε κάποιον άλλον;» ρώτησε.
«Στο βάθος του διαδρόμου, τρίτη πόρτα αριστερά. Στην Γκορντάνσκαγια».
«Ευχαριστώ. Σπασίμπα».
«Να σου δώσω μια συμβουλή, κοπέλα μου;»
«Παρακαλώ».
«Μη χάνεις την ώρα σου. Ούτε την ώρα της Γκορντάνσκαγια».
«Όνομα;»
«Βαλεντίνα Ιβάνοβα».
«Ηλικία;»
«Δεκαοκτώ». «Έχεις άδεια των γονέων σου;»
«Μάλιστα».
«Έχεις καθόλου νοσηλευτική εμπειρία;»
«Μάλιστα». ; «Τι είδους;»
«Η αδελφή μου είναι παράλυτη. Τη φροντίζω».
«Έχεις εργαστεί άλλοτε;»
«Μάλιστα».
«Τι δουλειά;»
«Γραφείου».
«Γιατί την άφησες;»
«Την έβρισκα πληκτική».
«Και νομίζεις ότι η νοσηλευτική δεν θα είναι πληκτική;»
«Θα είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα από το να συμπληρώνω αιτήσεις όλη μέρα». Η αδελφή Μαργαρίτα Γκορντάνσκαγια πέταξε την πένα της στο γραφείο, έγειρε με όλο το σημαντικό βάρος της στη ράχη της καρέκλας κάνοντας τη να τρίξει επίφοβα και στένεψε τα μάτια τόσο, που σχεδόν χάθηκαν μέσα στα σαρκώδη μαγουλά της. ( «Φύγε από δω», είπε με τόση δύναμη, που η φωνή της καμπάνισε στους τοίχους του μικρού δωματίου.
«Γιατί;» ρώτησε απτόητη η Βαλεντίνα. «Δεν χρειάζεστε κι άλλες νοσοκόμες;»
«Ασφαλώς. Χρειαζόμαστε απελπισμένα. Όχι σαν εσένα, όμως».
«Τι κακό έχω εγώ;»
«Τα πάντα. Γι’ αυτό, φεύγα».
«Παρακαλώ, πείτε μου το γιατί».
Η αδελφή γούρλωσε ορθάνοιχτα τα μάτια της. Είχαν ένα ξεπλυμένο καστανό χρώμα.
«Καταρχάς, γιατί είσαι ψεύτρα. Οι μόνες αλήθειες που μου πες ήταν το όνομα σου κι η ιστορία της αδελφής σου».
«Μαθαίνω γρήγορα».
«Όχι».
«Πείτε μου τι στραβό έχω».
Η αδελφή κούνησε το κεφάλι κάνοντας το διπλοσάγονό της να σαλέψει απειλητικά. «
«Δεν βλέπεις τα λιλιά σου; Είσαι μια πλούσια δεσποινίς με πολύ ελεύθερο χρόνο που δεν έχεις τι να τον κάνεις. Η νοσηλευτική θα σε κουράσει μέσα σε πέντε λεπτά. Σε παρακαλώ, μη μου τρως την ώρα μου».