Η Βαλεντίνα φορούσε το πιο απλό της φόρεμα και το πιο παλιό της παλτό.
«Δεν θα κουραστώ».
«Δεν μπορώ να ξοδέψω τα δυσεύρετα κεφάλαια αυτού του νοσοκομείου για να εκπαιδεύσω κάποια σαν εσένα». Η Γκορντάνσκαγια σηκώθηκε. Η κολλαριστή στολή της πάλεψε για να συγκρατήσει τις σάρκες της - και τα κατάφερε.
«Σε παρακαλώ για τελευταία φορά, δεσποινίς, να πάρεις τα φανταχτερά σου ρούχα και τις φανταχτερές σου ιδέες έξω απ’ το γραφείο μου».
Το βλέμμα της Βαλεντίνας κατέβηκε στο γούνινο μανσόν της. Χωρίς να πει λέξη, σηκώθηκε κι έφυγε.
Η ομίχλη ήταν πυκνή, απλωνόταν παντού1 τα δάχτυλα της έσφιγγαν το λαιμό του Αρκίν, σκάλωναν στο πρόσωπο του.
Πίεσε το άσχημο άλογο που καβαλούσε να πάει πιο γρήγορα, αλλά αυτό είχε τις δικές του απόψεις και δεν του δώσε σημασία. Τι άλλο μπορούσε να περιμένει από ένα ζώο που ανήκε στον Λιεβ Ποπκόφ; Το χωριό εμφανίστηκε ξαφνικά, γκρίζο σαν φάντασμα, κι ύστερα χάθηκε ξανά καθώς η ομίχλη τύλιξε και πάλι τα ξύλινα σπιτάκια του. Ο Αρκίν άκουγε ένα ποτάμι να κυλάει κάπου κοντά καθώς περνούσε έξω από ένα σιδεράδικο που ξερνούσε φωτιές και καπνούς.
«Το σπίτι του παπά;» ρώτησε φωναχτά το σιδερά με τη δερμάτινη ποδιά.
«Στην πέρα άκρη του χωριού». Ο σιδεράς χάραξε στο χώμα ένα σταυρό με την άκρη ενός πυρωμένου σίδερου. «Δεν θα σου ξεφύγει».
Όντως δεν του ξέφυγε. Πάνω από την πόρτα του κρεμόταν ένας μεγάλος σιδερένιος σταυρός βαμμένος λευκός, που λες κι έσκυβε να τον αρπάξει απ’ το γιακά.
«Σταμάτα, κτήνος», γρύλισε τραβώντας τα χαλινάρια και τούτη τη φορά το άλογο υπάκουσε. Ο Αρκίν πήδηξε απ’ τη σέλα, έριξε στον ώμο του ένα τσουβάλι και χτύπησε την πόρτα.
«Περάστε», ακούστηκε μια φωνούλα.
Ο Αρκίν άνοιξε την πόρτα. Τα ρουθούνια του γέμισαν από μυρωδιά υγρασίας μαζί με οσμές από μαγείρεμα και κουκουνάρια που καίγονταν. Του θύμισε το σπίτι του στο δικό του χωριό, εκεί που μεγάλωσε. Μπήκε κι έκλεισε αμέσως πίσω του την πόρτα για να μην μπει η ομίχλη.
Τα έπιπλα ήταν λιγοστά. Στο σανιδένιο πάτωμα δυο κουρελούδες, κάποιες χοντροκομμένες καρέκλες, ένα καλάθι που έμοιαζε με κρεβάτι σκύλου μπροστά στο τζάκι.
Σωριασμένα βιβλία σε μια γωνιά. Ο Μορόζοφ δεν φαινόταν πουθενά, αλλά στο βάθος, μπροστά σε μια στόφα, ένα κοριτσάκι τεσσάρων πέντε χρόνων σκαρφαλωμένο σένα ξύλινο σκαμνί τηγάνιζε κρεμμύδια. Κουνούσε με έμπειρο χέρι το τηγάνι για να μην της αρπάξουν και κοίταζε τον Αρκίν σαν να τον ζύγιζε. Τα μαλλιά της ήταν εκπληκτικά.
Έπεφταν σαν κουρτίνα μέχρι τη μέση της πλάτης της κι ήταν τόσο ανοιχτόχρωμα που θύμιζαν ασήμι.
«Γεια σου», της είπε εκείνος και της χαμογέλασε.
«Ο πατέρας μου είναι απασχολημένος», αποκρίθηκε εκείνη χωρίς να του ανταποδώσει το χαμόγελο.
Έπιασε ένα κουζινομάχαιρο που φάνταζε τεράστιο στα χεράκια της και βάλθηκε να ψιλοκόβει σκόρδο πάνω σένα σανίδι δίπλα της. Ήταν αλλόκοτο να βλέπεις ένα τόσο μικρό παιδάκι να κάνει έτσι απλά τέτοιες δουλειές, μα ο Αρκίν ήξερε ότι η γυναίκα του Μορόζοφ είχε πεθάνει. Προφανώς, τούτο το πραγματάκι είχε πάρει τη θέση της στο νοικοκυριό.
«Μπορώ να μιλήσω στον πατέρα σου;» τη ρώτησε. «Είναι κάτι σημαντικό».
Η μικρή έστρεψε την προσοχή της στα κρεμμύδια της -προφανώς ήταν πιο σημαντικά από τον Αρκίν- και χωρίς να γυρίσει του έδειξε με το μαχαίρι μια πόρτα στο βάθος του δωματίου. Εκείνος πήγε και σήκωσε το μάνταλο. Το μετάνιωσε μονομιάς. Καταμεσής της μικρής, παγωμένης κρεβατοκάμαρας, ένας άντρας γυμνός από τη μέση και πάνω ήταν γονατισμένος και αυτομαστιγωνόταν μένα μικρό βούρδουλα. Στην άκρη καθεμιάς από τις πέντε ουρές του ήταν δεμένος ένας κόμπος, και κάθε κόμπος ήταν κόκκινος από αίμα. Ήταν ο πάτερ Μορόζοφ.
«Συγγνώμη», είπε ο Αρκίν κι έκανε βιαστικά πίσω. Βγήκε στο μπροστινό δωμάτιο και κάθισε σε μια καρέκλα.
«Στο είπα ότι είναι απασχολημένος», μίλησε η μικρή.
«Ναι, είχες δίκιο».
Δεν το περίμενε κάτι τέτοιο από τον παπά. Αυτός που μέρα και νύχτα αγωνιζόταν για να ελαφρύνει τον πόνο των άλλων, προκαλούσε πόνο στον εαυτό του. Αυτό τον αρρώσταινε τον Αρκίν.
Κάθισε αμίλητος και περίμενε μέχρι νανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ο παπάς ντυμένος τώρα με το ράσο του και το συνηθισμένο του ευγενικό χαμόγελο. Ο Αρκίν αναζήτησε στην έκφραση του την ικανοποίηση που έπρεπε να έχει επιφέρει η αυτοτιμωρία του, αλλά δεν την είδε.
«Γεια σου, Βίκτορ. Σε σκεφτόμουν. Έγινε με επιτυχία η παράδοση των χειροβομβίδων;»
Κάθισε κοντά του, χωρίς να δείχνει καμιά ενόχληση, σωματική ή πνευματική. Ο Αρκίν χαμογέλασε άθελα του.
«Ναι. Γι’ αυτό ήρθα. Το κιβώτιο κρύφτηκε στο λουτρό του Σεργκέγιεφ, αλλά εκεί δεν είναι ασφαλές. Πρέπει να το μετακινήσουμε σύντομα».
«Οι χειροβομβίδες είναι σε καλή κατάσταση;»