Выбрать главу

Αντί για απάντηση, ο Αρκίν έβγαλε απ’ το τσουβάλι του κάτι σαν κονσέρβα με ένα χερούλι στην άκρη κι ένα κουτί πυρομαχικών. Τα δώσε στον ιερέα, που τα εξέτασε προσεκτικά.

«Το γερμανικό στρατιωτικό υλικό είναι το καλύτερο», σχολίασε.

Το κιβώτιο είχε περάσει λαθραία τα σύνορα για ναυξήσει το οπλοστάσιο των επαναστατών. Τα όπλα και τα πυρομαχικά ήταν διασκορπισμένα σόλη την Πετρούπολη και τα μετακινούσαν συχνά έτσι που, κι αν βρισκόταν ένας κρυψώνας, τα υπόλοιπα θα ήταν ασφαλή. Έπρεπε να παίρνουν πολλά τέτοια μέτρα, αλλά ο Αρκίν εκνευριζόταν με τον αργό ρυθμό της ένδοξης επανάστασης.

«Ο Τρότσκι συμφώνησε να έρθει να μας μιλήσει», ενημέρωσε τώρα τον παπά.

«Θαυμάσια!»

«Θα χρειαστούμε την αίθουσα της εκκλησίας».

«Θα το κανονίσω».

«Πρέπει να φύγω. Ο υπουργός θέλει να τον πάω σένα πάρτι που κάνει η ερωμένη του».

Έξω η ομίχλη είχε πυκνώσει κι άλλο. Η μικρή πήδησε απ’ το σκαμνί της και του έδωσε μια χοντρή φέτα μαύρο ψωμί κουκουλωμένη με τηγανητά κρεμμύδια.

«Ορίστε».

«Σπασίμπα», την ευχαρίστησε έκπληκτος κι έκοψε μια μπουκιά. Ήταν ζεστή, όλο μπαχαρικά και σκόρδο. «Θαυμάσιο. Σ’ ευχαριστώ». Έφαγε όλη τη φέτα κι ύστερα ανέβηκε στάλογο και χάθηκε μες στην ομίχλη.

 

15

Η Βαλεντίνα διέσχισε τρέχοντας την πλατεία Αλεξάντερ ενώ οι σκιές έπαιζαν κρυφτό στο πρόσωπο της, καθώς ο αέρας έκανε τα σύννεφα να μαζεύονται ολοένα και περισσότερα στον ουρανό.

Ποτέ τίποτα δεν ήταν εύκολο.

Είχε συρθεί και σάλλα τρία νοσοκομεία, μα η απάντηση ήταν παντού η ίδια. Εσύ είσαι πάμπλουτη. Εσύ είσαι μορφωμένη. Εσύ δεν είσαι εντάξει. Κι ας μπορούσε ακόμη και με δεμένα τα μάτια να βρει όλα τα οστά του σώματος, τους σφυγμούς και το κυκλοφορικό σύστημα.

Εγώ είμαι εντάξει.

Πρέπει να σκληραγωγηθείς. Πήρε την κάρτα του Γιενς από την τσέπη της και κοίταξε για άλλη μια φορά τη διεύθυνση. Θα πήγαινε με τα πόδια. Μολονότι ρώτησε δυο φορές, ανακάλυψε ότι είχε πάρει λάθος κατεύθυνση μαποτέλεσμα να βρεθεί σε έναν ήσυχο δρόμο, ενώ μπροστά της ξεπρόβαλε μια εκκλησία με λευκή πρόσοψη. Ο χρυσός σταυρός στον τρούλο της έριχνε τη σκιά του στο δρόμο. Αρκετά πέρα κάμποσοι άντρες ήταν μαζεμένοι γύρω από ένα μαγκάλι κι έδειχναν κάτι να περιμένουν. Την ώρα που περνούσε μπροστά από την εκκλησία, ένας νέος άντρας βγήκε τρέχοντας και ξεφόρτωσε δυο τσουβάλια από ένα κάρο στεκόταν απέξω.

«Αρκίν, τι στα κομμάτια κάνεις εδώ;»

Θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να χώσει το μαχαίρι της στα πλευρά του οδηγού. Εκείνος τρόμαξε, παραπάτησε και το ένα τσουβάλι του πέσε κάτω. Πέφτοντας αυτό άνοιξε κι από μέσα κύλησαν δυο πατάτες.

Εκείνη κοίταξε το τσουβάλι. Ο Αρκίν κοίταξε εκείνη.

«Τι γυρεύεις εδώ;» τη ρώτησε βιαστικά.

«Έκανα λάθος στη στροφή».

«Εμένα μου φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα πού πηγαίνεις».

Όταν το ξεστόμισε το πρόσωπο το± δεν ήταν σοβαρό δεν ήταν το πρόσωπο του οδηγού. Αυτό το τωρινό πρόσωπο είχε αδρές γραμμές γεμάτες αλαζονεία. Τα λόγια του έγιναν κρύσταλλα κι απόμειναν να αιωρούνται στον παγωμένο αγέρα, κι εκείνη πολύ θα θελε να του τα ξαναβάλει μέσα στο στόμα του. Έσκυψε, μάζεψε τις δυο πατάτες και του της έδωσε.

«Δικές σου, υποθέτω».

«Σπασίμπα».

Με το χέρι της του έδειξε τα σακιά.

«Τι δουλειά έχεις εσύ μαυτά;»

«Βοηθάω τον πατέρα Μορόζοφ».

Εκείνη έριξε μια ματιά στην εκκλησία.

«Είναι εδώ ο παπάς;»

«Ναι. Μοιράζει τρόφιμα στους φτωχούς».

Εκείνη ένιωσε τα μάτια του να την κοιτούν περίεργα.

«Προσπαθώ να βγω στον κεντρικό δρόμο. Μήπως θα ήταν καλύτερα να ξαναγυρίσω από εκεί που ήρθα;» τον ρώτησε.

«Αυτό εξαρτάται από σένα. Μπορείς να συνεχίσεις ή να γυρίσεις πίσω σαυτά που σου είναι ήδη γνωστά». Η Βαλεντίνα είχε την αμυδρή εντύπωση ότι αυτός δεν αναφερόταν στο δρόμο. «Ο κεντρικός δρόμος είναι προς τα κει», πρόσθεσε δείχνοντας πίσω της.

«Ευχαριστώ», αποκρίθηκε και κίνησε να φύγει.

Εκείνος σήκωσε τα σακιά, έχωσε ένα κάτω από κάθε μασχάλη και τράβηξε προς την εκκλησία, χωρίς να καταλαβαίνει ότι άφηνε πίσω του κι άλλες πατάτες. Αφού χάθηκε από μπροστά της, η Βαλεντίνα μάζεψε τις πατάτες και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία. Ο αέρας εκεί μέσα ήταν πιο τσουχτερός κι η είσοδος ήταν στενή. Βρέθηκε μπροστά σε μια αρχαία, ξύλινη πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά αριστερά της υπήρχε ένας μικρός διάδρομος που στο τέλος του μερικά πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούσαν ακόμα πιο κάτω. Μια πατάτα ήταν πεσμένη στο κεφαλόσκαλο.

Τα σκαλιά οδηγούσαν σένα υπόγειο δωμάτιο, μισοσκότεινο σαν πηγάδι, μένα θολωτό ταβάνι και με πέτρινους τοίχους γεμάτους με τόση υγρασία που η Βαλεντίνα κόντεψε να πνιγεί. Ανδρικές φωνές ακούγονταν από μια σειρά καθισμάτων που ήταν στημένα μπροστά σένα άδειο τραπέζι. Οι άντρες της είχαν γυρισμένη την πλάτη τους.