Выбрать главу

«Το μόνο που κάνουν είναι να συζητάνε. Να συζητάνε συνέχεια. Βαρέθηκα πια», είπε ένας.

«Συμφωνώ μαζί σου, Αντόν. Χορτάσαμε πια από λόγια.

Είναι καιρός για περισσότερα έργα».

«Σταματήστε να παραπονιέστε», ακούστηκε η φωνή του Αρκίν. «Όλοι θέλουμε να δούμε περισσότερα έργα. Έρχεται σήμερα να μας συναντήσει και να μας πει ποια είναι τα σχέδια του, οπότε θα-» Σταμάτησε απότομα.

Την είχε δει. Τη ματιά του ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι κι εκείνη ένιωσε έντονα την ενόχληση που τους προκάλεσε η παρουσία της.

«Ξέχασες τις υπόλοιπες πατάτες». Και του έτεινε μια χούφτα από δαύτες.

Ανδρικά βλέμματα περιπλανήθηκαν πάνω της. Τα κασκόλ δέθηκαν πιο σφιχτά και τα πρόσωπα σκοτείνιασαν κι άλλο. Πρόσεξε ότι τα σακιά ήταν αραδιασμένα πάνω στο τραπέζι, το ένα έτσι όπως ήταν σχισμένο με τις σβολιασμένες πατάτες έμοιαζε με ξεντερισμένο γουρούνι, αλλά κάτω από αυτές βρισκόταν κάτι που ήταν φασκιωμένο μ ένα μαύρο πανί. Ο Αρκίν την πλησίασε με γρήγορο βήμα.

«Καλό μου κορίτσι, κάτσε να σε απαλλάξω από δαύτες».

Η φωνή ακούστηκε από πίσω της. Γύρισε από την άλλη και βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μαύρη φιγούρα που στεκόταν στο κεφαλόσκαλο.

«Ευχαριστώ», μουρμούρισε εκείνη και του τις έδωσε.

«Αυτός είναι ο πάτερ Μορόζοφ», είπε ο Αρκίν που τώρα στεκόταν δίπλα της. «Τι στο καλό γυρεύεις εσύ εδώ κάτω; Νόμιζα ότι είχες φύγει».

«Αδελφέ», είπε ο παπάς με απαλή φωνή προκειμένου να καλύψει την αγένεια του Αρκίν, «δεν είναι πρέπον να καλωσορίζεις έτσι την επισκέπτρια μας». Την παρατήρησε με σκεπτικό βλέμμα και χάιδεψε τη γενειάδα του, λες κι αυτό θα τον βοηθούσε να πάρει μιαν απόφαση. Φορούσε ένα σκληρό μαύρο ράσο κι ένα ψηλό στραπατσαρισμένο καμηλαύκι, ενώ ένας μπρούντζινος σταυρός κρεμόταν μπροστά στο στήθος του κι έφτανε μέχρι τις άκρες της ασουλούπωτης γενειάδας του. «Καλή μου, είσαι ευπρόσδεκτη, όποια κι αν είσαι. Μαζευτήκαμε εδώ για να προσευχηθούμε για τη χώρα μας και για τις δύσκολες μέρες που περνάμε, και να ζητήσουμε από τον Άγιο Πατέρα να μας καθοδηγήσει και να μας φωτίσει».

Δεν ακούστηκε κιχ πίσω της, αλλά εκείνη ένιωθε τα μάτια όλων να είναι καρφωμένα πάνω της. Το πρόσωπο του παπά έμοιαζε με μαραγκιασμένο μήλο, όμως ήταν σίγουρη πως δεν ήταν μεγαλύτερος από τον πατέρα της. Τα μαγουλά της ήταν ξυλιασμένα.

«Ευχαριστώ, μα πρέπει να φύγω τώρα. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να σας φέρω τις πατάτες που είχαν πέσει έξω».

Ακόμα και στα δικά της αφτιά, αυτό της ακούστηκε πολύ γελοίο. Όταν ο παπάς παραμέρισε, η Βαλεντίνα ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Οι άντρες που ήταν μαζεμένοι γύρω στο μαγκάλι έκαναν στην άκρη για να την αφήσουν να περάσει κι αυτή περπάτησε στο πλακόστρωτο κι έφτασε στο τέλος του δρόμου. Με τα μάτια όλων καρφωμένα πάνω της, δεν έπαψε ναναρωτιέται ποιος επρόκειτο να έρθει να τους δει σήμερα. Και τι σχέδια είχε.

Η μπροστινή πόρτα έκλεισε με θόρυβο κι η Βαλεντίνα τρόμαξε. Μια ριπή παγωμένου αγέρα τρύπωσε μέσα, η ηρεμία που επικρατούσε στο κεφαλόσκαλο χάθηκε κι εκείνη έπαψε να βηματίζει. Έσκυψε στο κιγκλίδωμα και κοίταξε κλεφτά κάτω. Αγνοώντας την παρουσία της ο Γιενς ανέβαινε τα σκαλιά δυο δυο, κι όπως η λάμπα πετρελαίου φώτιζε τα φλογερά του μαλλιά φαινόταν λες κι έπαιρνε περισσή δύναμη. Το χέρι του είχε γραπώσει με δύναμη κι αποφασιστικότητα την κουπαστή της σκάλας. Έτσι πάντα γύριζε απ’ τη δουλειά του; Με τόση ζωντάνια να ξεχειλίζει από μέσα του; «Γεια σου, Γιενς».

Εκείνος σταμάτησε και κοίταξε προς τα πάνω. Κι όταν την είδε η ματιά του άλλαξε. Άνοιξε το στόμα του σαν να θελε να μιλήσει, μα δεν είπε τίποτα. Ανέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι και την πλησίασε τόσο, που λες και θα την άγγιζε. Αλλά όχι ακριβώς. Εκείνη πρόσεξε την απόσταση που κράτησε ανάμεσα τους. Τα μάτια του περιεργάστηκαν το πρόσωπο της.

«Συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε με βιάση.

«Όχι. Απλώς ήθελα να σου μιλήσω».

Τα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα στο πρόσωπο της.

«Πώς βρέθηκες εδώ; Λες κι είσαι καμιά νεράιδα και εμφανίστηκες μπροστά στην πόρτα μου».

Εκείνη γέλασε, είδε τα μάτια του να κατεβαίνουν στο στόμα της.

«Ο θυρωρός σου μάφησε να μπω. Του είπα ότι είμαι ξαδέλφη σου».

Αυτός χαμογέλασε, τα χείλη του ίσα που άλλαξαν σχήμα κι εκείνη θυμήθηκε τη νύχτα που είχαν χορέψει μαζί.

«Σε πίστεψε;» τη ρώτησε.

«Έτσι νομίζω. Μου είπε να σε περιμένω εδώ στο πλατύσκαλο που έχει ζέστη, αντί να κάθομαι στο κρύο».

«Μιλάμε ότι πρόκειται για βλάκα με πατέντα».

«Γιατί;»

«Γιατί τόσο όμορφη που είσαι αποκλείεται να ήσουν δική μου ξαδέλφη».

Τα λόγια του τη βρήκαν απροετοίμαστη. Όταν τα είπε δεν γελούσε καθόλου τάφησε έτσι να αιωρούνται στο γεμάτο σκόνη διάδρομο και μετά την προσπέρασε και πήγε να ξεκλειδώσει την πόρτα του διαμερίσματος του. Το κτίριο ήταν παλιό, είχε γύψινα διακοσμητικά, υπερβολικά πολλές κορνίζες και μπαρόκ γλυπτά που οι ένδοξες ημέρες τους είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Από εκεί μέσα είχαν περάσει τόσο πολλοί άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια, που ακόμα κι ο αέρας είχε τη βελούδινη στόφα των περασμένων καιρών. Η Βαλεντίνα συγκινήθηκε που ένας άντρας με τόσο καινοτόμες ιδέες ζούσε σένα διαμέρισμα αυτού του παλιού αρχοντικού.