Выбрать главу

Άνοιξε την πόρτα με μια εντυπωσιακή χειρονομία.

«Θα ήθελες να περάσεις μέσα;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της.

«Καλύτερα όχι».

«Ασφαλώς», είπε και υποκλίθηκε γέρνοντας ευγενικά το κεφάλι. «Δεν θα θέλαμε να διακινδυνεύσει η υπόληψη σου, έτσι δεν είναι;»

Κάτω από την ευγένεια των λόγων του κρυβόταν ένα πονηρό χαμόγελο.

«Βέβαια», απάντησε εκείνη τινάζοντας το σκουρόμαλλο κεφάλι της, «θα επιτρεπόταν ίσως να περάσω. καταλαβαίνεις, τώρα, σαν εξαδέλφη σου».

Τα πράσινα μάτια σκούρυναν κι άλλο.

«Σαν εξαδέλφη μου», επανέλαβε.

Τον προσπέρασε και μπήκε στο διαμέρισμα.

Δεν έμοιαζε με κανένα απόσα είχε δει μέχρι τώρα. Τα έπιπλα είχαν το χρώμα του μελιού με εξαιρετικά απλές γραμμές, που προς στιγμήν σκέφτηκε ότι ήταν μισοτελειωμένα. Το πάτωμα ήταν από σανίδες πεύκου σκεπασμένο με χρωματιστά κιλίμια, ενώ μπροστά στο τζάκι δέσποζε ένα φουντωτό ελαφοτόμαρο κρεμ σαν το γάλα. Στους τοίχους κρέμονταν πίνακες που απεικόνιζαν ελάφια σε χιονισμένα τοπία. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τα προσέξεις.

«Λοιπόν, ξαδέλφη, θα ήθελες τσάι;»

«Όχι, Γιενς, ευχαριστώ. Δεν μπορώ να μείνω πολύ».

Εκείνος πήρε τα γαντοφορεμένα χέρια της στα δικά του κι εκείνη δεν τα τράβηξε.

Τα κοίταξε καλά καλά.

«Τι μικρά χέρια». Τα δάχτυλα του ακούμπησαν στη χούφτα της. «Αλλά με τόσο ταλέντο».

Ένευσε με το κεφάλι της. Ένιωθε τα πνευμόνια της να καίγονται σαν να είχαν αρπάξει φωτιά.

«Λοιπόν», της είπε, «για ποιο πράγμα θα ήθελες να μου μιλήσεις;» Εξακολουθούσε να της κρατάει τα χέρια.

«Μου είπες ότι έχεις ένα φίλο που είναι γιατρός».

«Ναι, έτσι είναι».

«Χρειάζομαι τη βοήθεια του».

Της έσφιξε τόσο τα χέρια, που έτριξαν τα κόκαλα τους.

«Είσαι άρρωστη;»

«Όχι, όχι».

«Τότε τι είδους βοήθεια θέλεις;»

Κι εκείνη του μίλησε για τα νοσοκομεία. Για τα περιφρονητικά βλέμματα πίσω από τα γραφεία. Για τις απορρίψεις. Του είπε ότι όλοι ανεξαιρέτως τη χαρακτήριζαν «ακατάλληλη για νοσοκόμα». Και παρά το γεγονός ότι χρειάζονταν άμεσα νοσοκόμες, κανένα νοσοκομείο δεν την εμπιστευόταν.

«Ούτε καν ο οικογενειακός μας γιατρός δεν σκοπεύει να με βοηθήσει».

Είπε στον Γιενς πόσο θυμωμένη ήταν κι ότι ήθελε να χτυπάει το κεφάλι της και να βάλει τις φωνές αλλά, αντί για όλα αυτά, διέσχισε σχεδόν όλη την πόλη για να φτάσει σαυτή τη δεντροφυτεμένη λεωφόρο και να τον περιμένει.

Ο Γιενς την άκουσε χωρίς να τη διακόψει κι όταν εκείνη τελείωσε, δεν της είπε να παραιτηθεί απόλα αυτά. Αυτό ήταν κάτι που το φοβόταν φοβόταν ότι εκείνος θα συμφωνούσε με τους άλλους, ότι θα προσπαθούσε να αποσπάσει το μέλλον της μέσα από τα χέρια της χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο σπουδαίο ρόλο έπαιζε για την ίδια τούτο το πράγμα. Αλλά ο Γιενς δεν έκανε τίποτα απόλα αυτά.

«Έλα», της είπε κοφτά, «θα πάμε να μιλήσουμε στο δόκτορα Φεντόριν».

«Σπασίμπα».

«Αυτός θα βοηθήσει - αυτό σημαίνει ότι πρέπει να του υποσχεθώ ότι θα τον αφήσω όλο τον άλλο μήνα να με κερδίζει στα χαρτιά. Αλλά», έγειρε πιο κοντά της και την κοίταξε πολύ επίμονα, «είσαι σίγουρη ότι είναι αυτό που θέλεις;»

Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

«Είμαι σίγουρη».

«Πολύ καλά. Πάμε τότε να μιλήσουμε στον παλιοκομπογιαννίτη».

«Μπορώ να πάρω τα χέρια μου;»

Εκείνος τα κοίταξε έκπληκτος. Λες και με κάποιον τρόπο τώρα πια ήταν δικά του.

«Αν νομίζεις». Σήκωσε το ένα, το φέρε στα χείλη του κι έσκυψε ευγενικά το κεφάλι του.

«Στο μέλλον της σανιτάρκα Ιβάνοβα, της νοσοκόμας Ιβάνοβα».

Της ήταν πολύ δύσκολο να μην τον ερωτευθεί αυτόν τον άντρα.

Ο ντοκτόρ Φεντόριν καθόταν στο πάτωμα του σαλονιού μαζί με την πεντάχρονη κόρη του κι έπαιζε χαρτιά όταν έφτασαν - τα είχε βάλει με τις φαβορίτες του στην προσπάθεια του να συγκεντρωθεί.

«Συγχωρήστε με που δεν σηκώνομαι. Η μικρούλα μου Άννα μέχει κατατροπώσει».

Το παιδάκι τους χαμογέλασε κρατώντας τα χαρτιά σφιχτά στο πιγουνάκι της.

«Άφησα τον μπαμπά να κερδίσει ένα παιχνίδι», είπε αλλά ξεφώνισε με χαρά όταν εκείνος έριξε το τελευταίο του χαρτί κι εκείνη τα μάζεψε όλα. Τα μικροσκοπικά της χεράκια χώθηκαν με ανυπομονησία στα ζαχαρωμένα αμύγδαλα που είχαν βάλει στοίχημα, κι ο Γιενς γελώντας της ανακάτεψε παιχνιδιάρικα ταφράτα ξανθά μαλλιά της.