«Άννα, ο πατέρας σου είναι ο χειρότερος χαρτοπαίχτης στην Πετρούπολη κι εσύ θα γίνεις η καλύτερη».
Η μικρή έχωσε ένα αμύγδαλο στο στόμα του πατέρα της, του χτύπησε παρηγορητικά το μάγουλο κι έτρεξε να κάτσει κοντά στο παράθυρο αγκαλιά με τα κέρδη της. Ο γιατρός έδωσε εντολή να τους σερβίρουν κρασί.
«Και τώρα τι μπορώ να κάνω για εσάς;» ρώτησε κοιτάζοντας με ενδιαφέρον τους επισκέπτες του.
Ο Γιενς ανέλαβε τις συστάσεις.
«Αυτή είναι η Βαλεντίνα Ιβάνοβα,, Χρειάζεται τη βοήθεια σου, φίλε μου. Επιθυμεί να εκπαιδευτεί σαν νοσοκόμα αλλά τα νοσοκομεία τη θεωρούν "ακατάλληλη"».
«Είσαι;» ο γιατρός απευθύνθηκε στη Βαλεντίνα.
«Αν είμαι τι;»
«Ακατάλληλη γιαυτή την αποστολή».
«Όχι».
«Ίσως δεν είσαι αντικειμενική στην κρίση σου».
Τα λόγια του την τάραξαν αλλά δεν έκανε καμιά παρατήρηση. Και τι θα μπορούσε να πει σαυτόν τον πατέρα με το λαδί παντελόνι, που κυλιόταν στο πάτωμα σαν μακροπόδαρη ακρίδα με την κόρη του και την άφηνε να τον κερδίζει στα χαρτιά; Εκείνη δεν ήξερε άλλους πατεράδες να κάνουν παρόμοια πράγματα.
«Επιτρέψτε μου να σας πω γιατί θεωρώ τον εαυτό μου κατάλληλο για νοσοκόμα», αποκρίθηκε με σοβαρό ύφος στο γιατρό. «Επί επτά μήνες φρόντιζα την παράλυτη αδελφή μου. Έχω μάθει την ανατομία του ανθρώπινου σώματος και.» έψαξε να βρει και κάτι άλλο που θα τον έπειθε, «παίζω πιάνο».
Ο γιατρός πετάρισε τα μάτια του. Εκείνη χαμογέλασε.
«Μπορώ να μάθω την κόρη σας να παίζει το "ur Ese»
αμέσως τώρα».
Στον απέναντι τοίχο του δωματίου βρισκόταν ένα πιάνο μένα σωρό βιβλία αραδιασμένα στο καπάκι του, σημάδι ότι δεν είχε ανοιχτεί ποτέ. Το κοριτσάκι παράτησε αμέσως τα ζαχαρωμένα αμύγδαλα, στάθηκε προσοχή σαν στρατιώτης και κράτησε την ανάσα του.
«Έπαιζε η γυναίκα μου πιάνο», είπε ο Νικολάι ήρεμα.
«Από τότε δεν έχει ξαναπαίξει κανείς».
«Λυπάμαι για τη γυναίκα σας, γιατρέ. Θα ήταν τιμή μου να παίξω στο πιάνο της και να διδάξω την κόρη της. Σύμφωνοι;»
Η ματιά του γιατρού περιπλανήθηκε με λαχτάρα στο μαονένιο σκαμνί όπου καθόταν η γυναίκα του. Ένευσε καταφατικά.
Η Άννα διέσχισε χοροπηδώντας το δωμάτιο για να μετακινήσει τα βιβλία από το καπάκι του πιάνου.
«Σ’ ευχαριστώ, Γιενς».
Την είχε γυρίσει σπίτι της με το αμάξι του, αλλά είχαν ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες κάτω από έναν ουρανό που γινόταν όλο και πιο σκοτεινός και πάνω από γέφυρες που ζωντάνευαν με ταναμμένα τους φώτα. Τα χειμωνιάτικα απογεύματα στην Αγία Πετρούπολη ήταν τόσο σύντομα.
Ο Γιενς κι η Βαλεντίνα στέκονταν στο χαλικόστρωτο δρόμο έξω απ’ το σπίτι της, ενώ οι σκιές τους φάνταζαν αστείες καθώς μπερδευόταν η μια με την άλλη. Οι λέξεις του αποχαιρετισμού δεν έλεγαν να ειπωθούν.
«Σκέφτομαι την Παρασκευή να επισκεφτώ τις σήραγγες που έχεις φτιάξει», είπε η κοπέλα με ζωηρή φωνή. Το σκοτάδι έπαιζε με το πρόσωπο του. «Θα είναι πολύ ενδιαφέρον να δω τα έργα σου».
«Ωραία».
Ο τρόπος που το είπε δεν την έπεισε.
«Υπάρχει πρόβλημα;»
«Τίποτα που να μην μπορώ να το λύσω».
Εκείνη διαισθάνθηκε το βάρος των υποχρεώσεων που κουβαλούσε στους στιβαρούς του ώμους, την επιθυμία του να ολοκληρώσει το έργο που είχε αναλάβει.
«Είναι μια καθημερινή ευθύνη, έτσι δεν είναι;» μουρμούρισε εκείνη.
«Θα το αντιμετωπίσεις κι εσύ όταν θαρχίσεις τη δουλειά σου». «Ανυπομονώ να νιώσω αυτό το συναίσθημα».
Επιτέλους εκείνος χαμογέλασε.
«Περιμένω πώς και πώς να σε δω με τη στολή σου».
Η Βαλεντίνα γέλασε, μα ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Έτσι κι αλλιώς Σ’ ευχαριστώ που μέσωσες από το μαύρο μου το ριζικό. Θα είχα πεθάνει από τη βαρεμάρα, αν έπρεπε να περάσω ένα ολόκληρο απόγευμα παρακολουθώντας κοτζάμ άντρες να παίζουν με σπαθιά».
«"Επε". Όχι απλά σπαθιά».
Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Και τα δυο είναι βαρετά».
«Και οι σήραγγες δεν είναι;»
«Όχι, οι στοές σίγουρα δεν είναι. Έχουν κάποιο σκοπό».
Ο Γιενς έκανε ένα τόσο δα βηματάκι πίσω. Απομακρύνθηκε από κοντά της.
«Βαλεντίνα».
Ένιωσε τους σφυγμούς της να σταματούν. Απόμεινε να περιμένει.
«Βαλεντίνα, για ποιο πράγμα ήθελε να μιλήσει ο Ουσάρος στον πατέρα σου;»
«Ο λοχαγός Τσερνόφ;»
«Ναι, ο λοχαγός Τσερνόφ».
«Πφφ, σιγά το πρόσωπο. Ξεχνά τον». Έμπλεξε τα δάχτυλα της στον παγωμένο αγέρα λες κι ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος του Τσερνόφ από πάνω τους. Δεν υπήρχαν αστέρια για να κοιτάξει. Ούτε φεγγάρι.
«Δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις για ποιο πράγμα ήθελε να μιλήσει στον πατέρα σου. Για σένα».
«Δεν έχει καμιά σχέση με μένα», του είπε κι αυτή τη φορά ακούστηκε πιο αποφασιστική. Έκανε κι ένα βήμα μπροστά. «Δεν έχω καμιά σχέση με το λοχαγό Τσερνόφ. Καμιά απολύτως».