Выбрать главу

Το χέρι του ακούμπησε στο πιγούνι της και το στρίψε κάτω από τη λάμπα που κρεμόταν από την πόρτα.

«Ορκίζεσαι;»

«Ορκίζομαι».

«Θα το κρατήσω αυτό».

Ήθελε πολύ να του πει: Κράτα εμένα. Μόνο: Εμένα κράτα.

Η μηχανή του αυτοκινήτου έσπασε τη σιωπή κι οι ρόδες του πατινάρισαν στα χαλίκια. Ο πατέρας της είχε γυρίσει σπίτι, η στιγμή τους είχε χαθεί.

«Βαλεντίνα», ψιθύρισε ο Γιενς και της άφησε το πιγούνι, «μην επιτρέψεις στους άλλους να αποφασίσουν για τη δική σου ζωή».

Η πόρτα του αυτοκινήτου βρόντηξε κι ο υπουργός ήρθε ίσια προς το μέρος τους. Η Βαλεντίνα πρόσεξε ότι τα μάτια του σοφέρ που καθόταν στη θέση του οδηγού μέσα στη στολή του την παρατηρούσαν αμείλικτα, αλλά εκείνη έστρεψε το κεφάλι της από την άλλη μεριά λες κι ήταν αόρατος.

«Καλησπέρα σας, κύριε». Ο Γιενς υποκλίθηκε ευγενικά γέρνοντας το κεφάλι του, για να εισπράξει ένα κοφτό νεύμα.

Τυλιγμένος στο βαρύ γούνινο παλτό του ο Νικολάι Ιβάνοφ έμοιαζε με αρκούδα στη σπηλιά της καθώς άνοιγε την πόρτα μένα μουγκρητό ικανοποίησης.

«Μέσα, Βαλεντίνα. Τώρα σε παρακαλώ. Θέλω να σου μιλήσω».

Μπήκε στο σπίτι χωρίς να περιμένει απάντηση. Εκείνη έμεινε ακίνητη μέχρι που το αυτοκίνητο πήγε στο γκαράζ, το οποίο βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, και για λίγα λεπτά βρέθηκαν πάλι μόνοι τους.

«Γιενς», είπε εκείνη, «μην ξεχνάς τι σου ορκίστηκα».

«Ναι», της είπε κι η ψιθυριστή του,φωνή τρύπωσε κάτω απ’ το δέρμα της, «δεν θα το ξεχάσω. Δεν έχεις καμιά σχέση μαζί του».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και κάτω από το λιγοστό.

φως νόμιζε πως τον είδε να χαμογελάει κι αμέσως μετά ν απομακρύνεται με μεγάλες δρασκελιές προς το αμάξι του, όπου το άλογο του τον υποδέχτηκε μένα γλυκό παράπονο.

Η Βαλεντίνα ήξερε ότι δεν επρόκειτο να κρατήσει το στόμα της κλειστό με τίποτα τούτη τη στιγμή.

«Γιενς».

Εκείνος σταμάτησε. Το φως του δρόμου φώτισε την άκρη του πιγουνιού του και μια μπούκλα των μαλλιών του.

«Γιενς, σκοπεύεις να κάνεις κι εσύ το ίδιο;»

«Τι εννοείς;»

«Τι τρέχει μαυτή τη γυναίκα που φοράει πράσινες τουαλέτες και όταν σε κοιτάζει είναι σαν να σε τραβάει με το αγκίστρι; Αυτή που όταν περπατάει νομίζει ότι όλος ο κόσμος είναι δικός της».

Εκείνος ζάρωσε τη μούρη του.

«Την κόμισσα Σερόβα;»

«Α μπράβο, μοιάζει με κόμισσα. Αυτή λέω».

«Τι τρέχει μαυτήν;»

«Θα συνεχίσεις μαυτή τη σχέση;»

Τον άκουσε να βαριανασαίνει.

«Λοιπόν;» επέμεινε εκείνη.

Γύρισε με το ένα χέρι του απλωμένο προς το μέρος της, όπως θα έδινε ένα μήλο στο άλογο του.

«Είναι λίγο μπερδεμένα τα πράγματα», ξεκίνησε να της εξηγεί, «δεν είναι εύκολο να.»

«Καταλαβαίνω». Έτριξε τα δόντια της.

«Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Σου ορκίζομαι ότι δεν θα έχω τη σχέση που εσύ εννοείς, αλλά πρέπει να την επισκέπτομαι γιατί. Βαλεντίνα, μη.»

Αλλά ήταν ήδη αργά. Εκείνη είχε εξαφανιστεί μέσα στο σπίτι της κοπανώντας πίσω της την εξώπορτα.

Είνχί λίγο μπερδεμένα. Τι να εννοούσε με αυτή την κουβέντα; Μα γιατί ήθελε να συνεχίσει να την επισκέπτεται; Σίγουρα είχε καταλάβει ότι.

«Βαλεντίνα», της έλεγε ο πατέρας της, «θα ήθελα να σου δηλώσω εξαρχής ότι έχω καλά νέα για σένα».

Να δεις που σκόπευε να συμφωνήσει για τη δουλειά της.

Χαλάρωσε και του χάρισε ένα γενναιόδωρο χαμόγελο.

«Ευχαριστώ, μπαμπά».

«Έχεις γνωρίσει το λοχαγό Τσερνόφ;»

«Ντα».

«Θα συμφωνείς ότι πρόκειται για γοητευτικό άντρα».

Η Βαλεντίνα ένευσε καταφατικά. Προσπαθούσε να είναι ευχάριστη.

«Ο πατέρας του είναι ο κόμης Τσερνόφ», συνέχισε εκείνος, «επικεφαλής μιας από τις πιο αξιοσέβαστες οικογένειες στην Πετρούπολη. Ο λοχαγός είναι ένας εξαιρετικά πλούσιος νεαρός. Το έχεις υπόψη σου αυτό;»

«Μου το είχε πει η μαμά».

«Θέλω να τον παντρευτείς».

Τα λόγια του την έσφαξαν. Σαν ξυράφι.

«Μπαμπά». Δεν φώναξε. Δεν παρακάλεσε. Μίλησε ήρεμα. «Σου είπα και τις προηγούμενες φορές πως δεν σκοπεύω να παντρευτώ κανέναν. Σκοπεύω, όμως, να φροντίζω την Κάτια».

Για λίγο δεν την κοίταξε καθόλου.

«Ο λοχαγός Τσερνόφ μου ζήτησε την άδεια να σε προσεγγίσει. Είναι πολύ μεγάλη τιμή». Τα μαγουλά του κουνιόντουσαν λες και μασούσε κάτι σκληρό. «Δεν πρόκειται νανεχτώ τις βλακείες σου, Βαλεντίνα. Η μητέρα σου κι εγώ είμαστε κάθετοι σαυτό. Πίστεψε με, σαν πατέρας σου θέλω το καλύτερο για σένα. Θα με ευγνωμονείς αργότερα που θα μεγαλώσεις».

Στάθηκε ακίνητη πάνω στο περσικό χαλί.

«Μπαμπά, δεν θέλω να διαφωνήσω μαζί σου, πίστεψε με, ειλικρινά δεν θέλω, αλλά δεν σκοπεύω να παντρευτώ το λοχαγό Τσερνόφ. Σου έχω εξηγήσει ότι.»

Τα μαγουλά του κοκκίνισαν και τα φρύδια του έσμιξαν πάνω από τα γεμάτα απογοήτευση μάτια του. Τον είχε πικράνει.

«Βαλεντίνα, μη γίνεσαι ανυπάκουη».