«Ειδάλλως, μπαμπά; Τι θα κάνεις;» Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Θα με μαστιγώσεις;»
Εκείνος πήγε κοντά της, την αγκάλιασε απτους ώμους της και της φίλησε την κορφή του κεφαλιού της.
«Σ’ ευχαριστώ που έσωσες την Κάτια. Αυτό, όμως, θέλω να το κάνεις για μένα. Έτσι απλά».
Το δωμάτιο της ήταν παγωμένο, αλλά η Βαλεντίνα ούτε που το πρόσεξε. Έβγαλε τα ρούχα της, τα παράτησε στο πάτωμα, μα δεν μπόρεσε να βγάλει και το πετσί της όπως θα θελε. Γλίστρησε στο κρεβάτι της και τυλίχτηκε μέχρι πάνω με το πάπλωμα. Τα ρίγη άρχισαν.
Έτσι απλά.
Τίποτα απόλα αυτά δεν ήταν τόσο απλό. Ούτε με τον πατέρα της αλλά ούτε και με τον Γιενς.
Γιενς, σου έδωσα μία υπόσχεση. Λεν έχω τίποτα μαζί του. Σου το ορκίζομαι.
Ο αγέρας έξω χτυπούσε το παντζούρι.
«Τότε γιατί, Γιενς», ψιθύρισε, «γιατί δεν μου ορκίστηκες κι εσύ το ίδιο;»
Αφουγκράστηκε μπας κι άκουγε με το μυαλό της την ψιθυριστή του φωνή. Τα λεπτά περνούσαν, τη φωνή του δεν την άκουγε κι έτσι ξεπρόβαλε από το πάπλωμα.
«Τι γυρεύεις εσύ εδώ έξω;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
«Τίποτα», είπε η Βαλεντίνα τρομαγμένη, ενώ μέσα απ το σκοτάδι εμφανίστηκε η ογκώδης σιλουέτα του Λιεβ Ποπκόφ δέκα βήματα πιο πέρα, ακουμπισμένος σε έναν τοίχο του σπιτιού.
«Πόση ώρα στέκεσαι εκεί;» τον ρώτησε.
«Αρκετή».
«Με κατασκοπεύεις; Σέβαλε ο πατέρας μου;»
Ο Λιεβ γρύλισε. Και τον άκουσε να φτύνει.
Στέκονταν πίσω από το σπίτι, στο χαλικόστρωτο δρομάκι, εκεί που ο ήλιος με το ζόρι έφτανε τέτοια εποχή και τη νύχτα έκανε αφόρητη παγωνιά. Το χιόνι κι ο πάγος κρύβονταν ύπουλα μέσα στα λούκια. Η Βαλεντίνα τα σκάλιζε μένα ξύλο και τα πιάνε με τα γαντοφορεμένα της χέρια.
Με απίστευτη προσοχή εξέταζε ενδελεχώς εκατοστό προς εκατοστό τις λευκές μάζες κάτω από το φως που ερχόταν από το δωμάτιο της μουσικής. Ήθελε να ζητήσει τη βοήθεια του Ποπκόφ, αλλά τα λόγια σκάλωναν στο λαιμό της κι έτσι προτίμησε να συνεχίζει σιωπηλή το σκάλισμα. Για πέντε ολόκληρα λεπτά δεν μιλούσε κανείς τους.
«Ψάχνεις κάτι;» τη ρώτησε εκείνος.
«Ναι».
«Τι είναι αυτό;»
«Αυτό είναι δική μου δουλειά».
«Κάνει κρύο εδώ».
Δεν απάντησε και συνέχισε να ψάχνει μες στον πάγο.
Άλλα πέντε λεπτά βουβαμάρας.
«Αυτό ψάχνεις;»
Σήκωσε το κεφάλι της. Εκείνος δεν είχε κουνηθεί ρούπι απ’ τη θέση του, όμως είχε απλωμένο το χέρι του. Περπάτησε προς το μέρος του πάνω στον πάγο με πολλή προσοχή και κοίταξε κοντά στο μεγάλο του πόδι. Κάτι γυάλιζε, κάτι μεταλλικό. Η Βαλεντίνα το άρπαξε και το σφίξε στη χούφτα της. Ήταν το κλειδί του πιάνου.
«Καθίκι!»
Εκείνος γέλασε, το γέλιο του ήταν βροντερό.
Του χτύπησε το γόνατο με το ξύλο, μετά το πέταξε κάτω, κι άρχισε να γελάει κι αυτή. Στον παγωμένο αγέρα της νύχτας το γέλιο τους αντήχησε παράξενα.
«Καθίκι!» επανέλαβε αυτή.
Και τράβηξε προς το σπίτι της.
Ο Βίκτορ Αρκίν παρακολουθούσε τον Ποπκόφ να σεργιανίζει στους στάβλους. Είχε δει το μεγαλόσωμο άντρα να παραμονεύει με τις ώρες μέσα στις σκιές, αψηφώντας το χιόνι και τον παγωμένο αέρα, περιμένοντας το κοριτσόπουλο να έρθει για να ψάξει αυτό που είχε χάσει - λες κι ήξερε ότι αργά ή γρήγορα εκείνη θα ερχόταν. Παρατηρούσε τον Ποπκόφ που την πείραζε, την τσίγκλιζε μέχρι που εκείνη έχασε την ψυχραιμία της, και ζήλεψε τον τρόπο που αντιμετώπιζε την κατάσταση ο Ποπκόφ: Δεν του καιγόταν καρφάκι. Τον είχε αποκαλέσει καθίκι αλλά είχαν βάλει τα γέλια. Και οι δυο τους. Ο Αρκίν δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο.
Ένιωθε αμηχανία με τις γυναίκες, του δενόταν η γλώσσα κι η έκπληξη του ήταν τεράστια για τα θέματα που συζητούσαν μεταξύ τους. Οι γυναίκες στις πολιτικές συγκεντρώσεις του και στις επιτροπές ήταν όλες φωνακλούδες κι επιθετικές. Ήθελαν να είναι άντρες, να τους μοιάζουν. Πολλές φορές ένιωθε την επιθυμία να μιλήσει στη Βαλεντίνα και την Ελιζαβέτα Ιβάνοβα, να σταματήσει επιτόπου το αυτοκίνητο και να τους μιλήσει, να δει τι κουβαλάνε μες στο μυαλό τους. Υπήρχε κάτι πάνω στη Βαλεντίνα που δεν κόλλαγε με τίποτα. Κι αυτό του εντυπώθηκε τότε, που τον είχε τσακώσει να ξεφορτώνει πυρομαχικά στην εκκλησία, γιατί δεν ήξερε ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις της. Ήταν εμφανές ότι ήταν καχύποπτη, αλλά θα μετέφερε τις υποψίες της στον πατέρα της; Άραγε θα του ζητούσε να καλέσει την Οχράνα; Τη Μυστική Αστυνομία του τσάρου; Θα πρεπε να είναι πιο προσεκτικός, τώρα μάλιστα περισσότερο από πριν. Ήσυχα ήσυχα πήγε στο γκαράζ, μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα, αλλά σπάνια έμπαινε κάποιος άλλος εκεί μέσα - ήταν ασφαλές μέρος. Πάντα ήταν το ίδιο, αυτή η φωτιά που του τρώγε τα σωθικά, αυτή η ανάγκη να βαδίσει μπροστά σ ένα καινούργιο αύριο. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να καταπνίξει την ένταση της ανυπομονησίας και πήγε και στάθηκε πίσω από το αυτοκίνητο, στο βάθος του γκαράζ. Στον τοίχο ήταν ταχτοποιημένα χαρτόκουτα που περιείχαν εξαρτήματα μηχανής, λαδωτήρια, γυαλιστικά πανιά, ανταλλακτικά, όλα όσα θα έπρεπε να βρίσκονται σένα γκαράζ. Κανείς δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί, κανείς δεν επρόκειτο να σκαλίσει πιο βαθιά.