Μόνο εκείνος γνώριζε για το κουτί, αυτό που βρισκόταν κάτω από όλα τα υπόλοιπα. Μόνο αυτός ήξερε το περιεχόμενο του.
16
Η αδελφή Σόνια θα ήταν η συνοδός της Βαλεντίνας εκείνο το απόγευμα. Παρά την ογκώδη σιλουέτα της στεκόταν στητή στη θέση της μέσα στο «Τουρικούμ», φορώντας το καλό της μαύρο παλτό και τα γάντια της, και μάλιστα η Βαλεντίνα πρόσεξε ότι το καπέλο της, με την κόκκινη βελούδινη κορδέλα, ήταν καινούργιο.
«Είμαστε πολύ προνομιούχοι», είπε η αδελφή Σόνια με τα μάτια της να λάμπουν, «που θα δούμε τον τσάρο».
«Αυτό είναι αλήθεια».
Ήταν αλήθεια. Αλλά της Βαλεντίνας δεν της καιγόταν καρφάκι. Κι ο Αρκίν που καθόταν μπροστά της, στη θέση του οδηγού, την έκανε να αναρωτιέται τι να σκεφτόταν με το προλεταριακό του μυαλό.
Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε, το μέρος δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι είχε φανταστεί. Εκείνη νόμιζε ότι θα βλέπε μια ξύλινη καλύβα δίπλα σε μια τεράστια τρύπα στο έδαφος και μια σκουριασμένη μεταλλική σκάλα καρφωμένη στο εσωτερικό της. Είχε έννοια που θα πρεπε να σκαρφαλώσει και γι’ αυτό το λόγο αποφάσισε να περιορίσει κατά πολύ τα μισοφόρια της για να μπορεί να κινείται πιο άνετα.
Φορούσε λοιπόν ένα παλτό από γούνα αλεπούς και καπέλο, κατόπιν επιμονής της μητέρας της, γιατί εκείνη έτσι θα έκανε αν πήγαινε να δει τον τσάρο Νικόλαο, αλλά από κάτω είχε επιλέξει ένα απλό μάλλινο φόρεμα με γυριστό γιακά για να μην κρυώνει κι αρκετά φαρδύ για να μπορεί να κινείται ελεύθερα.
«Ενθουσιασμένη;» ρώτησε τη νοσοκόμα μόλις κατέβηκαν από το αυτοκίνητο.
«Είναι μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου η συνάντηση μου με τον τσάρο Νικόλαο», είπε η αδελφή Σόνια και κούνησε με έμφαση το κεφάλι της. «Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι όσο ζούσα θα είχα αιτή την τιμή».
Ο Αρκίν στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο για να τη βοηθήσει να βγει κι η Βαλεντίνα του έριξε μια ματιά, όμως δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα. Εκείνος φορούσε την απρόσωπη μάσκα του σοφέρ, αλλά η Βαλεντίνα θα στοιχημάτιζε το μαύρο της μανσόν ότι είχε παρακολουθήσει όλη τους την κουβέντα.
«Αρκίν», του είπε.
«Μάλιστα, δεσποινίς Βαλεντίνα».
«Αφού παρκάρεις το αυτοκίνητο μπορείς να έρθεις κι εσύ να επευφημήσεις τον τσάρο όταν φτάσει». Τον κοίταξε κατάματα κι αντίκρισε ένα απαθές γκρίζο βλέμμα. «Αν θέλεις».
«Σας ευχαριστώ, δεσποινίς Βαλεντίνα».
Του χαμογέλασε ελαφρά. Μια ελάχιστη νίκη σε αντάλλαγμα μιας τουφεκιάς. Μετά στράφηκε να επιθεωρήσει το κτίριο όπου θα έμπαιναν. Με τίποτα δεν ήταν μια ξύλινη καλύβα - το εντελώς αντίθετο. Επρόκειτο για ένα επιβλητικό τριώροφο τούβλινο κτίριο, με είσοδο από πέτρα περίτεχνα δουλεμένη. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ο τρόπος που ήταν φτιαγμένη η γεμάτη καμπύλες είσοδος, σαν να μιμείτο τα τούνελ που σέρνονταν σαν τους κλέφτες κάτω από τους δρόμους της πόλης. Καμιά τεράστια τρύπα, τουλάχιστον προς το παρόν. Και πουθενά Κοζάκοι με τις στολές τους, η προσωπική φρουρά του τσάρου.
Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα όταν πλησίασε κι ένιωσε την καρδιά της να σταματάει όταν αντίκρισε τον Γιενς να στέκεται στην είσοδο. Το ένα του χέρι ήταν ήδη τεντωμένο προκειμένου να τη χαιρετίσει λες κι ανυπομονούσε.
«Κυρίες μου, καλησπέρα, ντόμπρι ντεν. Ήρθατε. Νόμιζα ότι θα το ξανασκεφτόσασταν να ταξιδέψετε μαυτή την απαίσια ομίχλη».
Καλά, όντως είχε σκεφτεί πως εκείνη δεν θα ερχόταν; Υποκλίθηκε πρώτα πάνω από το χέρι της μεγαλύτερης γυναίκας και της είπε: «Μου ομορφαίνετε τη μέρα, αδελφή Σόνια, με αυτό το πανέμορφο καπέλο. Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω».
Τα μάγουλα της νοσοκόμας έγιναν κατακόκκινα.
«Αυτό το παλιόπραμα; Σκέφτηκα ότι το μπορ του θα με προστατέψει από τα νερά που στάζουν μέσα στα τούνελ».
«Πόσο προνοητικό εκ μέρους σας», της χαμογέλασε εκείνος.
Η Βαλεντίνα πολύ θα θελε να αρπάξει το γαντοφορεμένο χέρι της νοσοκόμας μέσα από το δικό του, αλλά όταν εκείνος επιτέλους γύρισε προς το μέρος της τον συγχώρεσε αμέσως. Του συγχώρεσε τα πάντα γιατί την κοίταξε σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα, μετρούσε τα λεπτά - την άφησε να το δει, δεν της το έκρυψε. Εκείνη νόμιζε ότι η ομίχλη της μέρας θα είχε κάνει άχρωμα τα μάτια του, αλλά αυτά άστραφταν σαν τα πρώτα χορταράκια της άνοιξης, ένα χρώμα που η Βαλεντίνα δεν είχε ξαναδεί, τουλάχιστον σε μάτια. Της πήρε το χέρι, κι αυτή νόμισε ότι θα της το φιλήσει, όμως εκείνος συγκρατήθηκε. Έσκυψε το κεφάλι του κι η κοπέλα μπόρεσε να δει την κορφή του κεφαλιού του, τον τρόπο που ανέμιζαν τα μαλλιά του λες και κάπου ήθελαν να πάνε. Πίεσε πολύ τον εαυτό της για να μην του τα χαϊδέψει.