Выбрать главу

«Καλησπέρα, Γιενς», είπε ήρεμα.

Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Εξακολουθούσε να είναι μπερδεμένη για τα αισθήματα του απέναντι στην κόμισσα, όμως για σήμερα μπορούσε να μην το σκέφτεται. Τα δάχτυλα της ανακατεύτηκαν για μια μόνο στιγμή με τα δικά του, προτού τραβήξει το χέρι της.

«Είναι όλοι εδώ;» τον ρώτησε. «Έτοιμοι για την άφιξη του τσάρου Νικολάου;»

Το στόμα του σφίχτηκε.

«Πολύ φοβάμαι ότι δυστυχώς η άφιξη της Αυτού Μεγαλειότητας θα καθυστερήσει. Δεν θα μπορέσει να μας συνοδεύσει στην ξενάγηση του εργοστασιακού χώρου».

Ένα επιφώνημα γεμάτο απογοήτευση ακούστηκε από τη μεριά της αδελφής Σόνιας: «Ω», είπε μένα μακρόσυρτο αναστεναγμό.

«Ζητώ συγγνώμη για την απρόβλεπτη αλλαγή των σχεδίων, αλλά αυτό τον καιρό η Αυτού Μεγαλειότης είναι πάρα πολύ απασχολημένος. Ο υπουργός Νταβίντοφ κι η γυναίκα του ήρθαν στη θέση του».

«Αλλά όχι ο τσάρος;» κλαψούρισε η νοσοκόμα.

«Όχι ο τσάρος».

«Μη γίνεσαι γελοία, αδελφή», είπε απότομα η Βαλεντίνα. «Εμείς ήρθαμε να δούμε αυτά τα μηχανικά επιτεύγματα. Είμαι σίγουρη ότι αυτό δεν θα σε απογοητεύσει».

«Βαλεντίνα, είσαι κι εσύ απογοητευμένη;»

Ο Γιενς ήταν αυτός που μίλησε. Η ερώτηση του ήταν κοφτή, ευθεία, τόσο που την ξάφνιασε.

«Όχι».

«Αλήθεια;»

«Εγώ ήρθα για να δω τα τούνελ».

«Τότε καλύτερα να σε πάω σαυτά».

Της πρόσφερε το μπράτσο του και μαζί κατευθύνθηκαν προς την πόρτα. Θα πρέπει να υπήρχε κάποιος χώρος υποδοχής κι ίσως κι άλλοι άνθρωποι, αλλά αυτή ούτε καν το πρόσεξε, αυτό που την ένοιαζε ήταν οι δυνατοί του μύες που τους ένιωθε κάτω από το χέρι της κι η ζεστασιά του ώμου του δίπλα της.

Τα τούνελ, υπενθύμισε στον εαυτό της. Γιαυτά είμαι εδώ.

Είχε πέσει έξω για τη σκουριασμένη σκάλα: Είχαν κατασκευάσει ένα μηχανοκίνητο ασανσέρ, κατάλληλο πιο πολύ για να κουβαλάει ζώα παρά ανθρώπους. Η σιδερένια πόρτα έκλεισε με θόρυβο κι η Βαλεντίνα ένιωσε το στομάχι της να πέφτει στο πάτωμα, ενώ τα υπόλοιπα σωθικά της μαζί μαυτήν να βυθίζονται στα έγκατα της γης. Είχε συστηθεί με τη μαντάμ Νταβίντοβα, τη θυμόταν από το χορό την είχαν συστήσει, μάλιστα, και στους άλλους καλεσμένους αλλά δεν θυμόταν κανέναν. Μόνο ο Γιενς και τα τούνελ του υπήρχαν στο μυαλό της.

Τα τούνελ του φάνταζαν αναμφίβολα απειλητικά. Μύριζαν λες και εκεί μέσα είχαν σύρει κάποιο ψοφίμι κι ένα ρεύμα αέρα που όλο και μεγάλωνε είχε γίνει μόνιμος συνοδός τους. Λες και οι σήραγγες ανέπνεαν μαζί της. Νερό έσταζε από τους τοίχους και σκοτεινές τρύπες κρύβονταν πίσω από τις λάμπες που κρέμονταν κατά μήκος της θολωτής οροφής τους.

Οι καλεσμένοι ήταν δώδεκα, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, συν τέσσερις αξιωματούχοι από το εργοτάξιο, τις συστάσεις των οποίων ανέλαβε ο Γιενς - ένας μηχανικός, ένας τοπογράφος, ο αρχιεργάτης κι ένας ειδικός στα νερά.

Κι όλοι τους κινούνταν μέσα στα τούνελ με τη φυσικότητα ενός τυφλοπόντικα, έσκυβαν τα κεφάλια τους χωρίς να το σκεφτούν μόλις η οροφή χαμήλωνε, γύριζαν αυτομάτως το κεφάλι τους από την άλλη με το που περνούσαν από ένα παρακαμπτήριο τούνελ για να μην τους πνίξει ο νοτισμένος αέρας.

Στην είσοδο θα εκφωνούνταν οι λόγοι. Ο Γιενς είχε μιλήσει για τους σκοπούς του σχεδίου, για την ανάγκη ενός αποχετευτικού συστήματος και για ένα σύστημα ύδρευσης, προκειμένου να βελτιωθεί η υγιεινή τη£ πόλης. Δύο χιλιάδες άνθρωποι είχαν πεθάνει πέρσι, η χολέρα οργίαζε στις βρομερές φτωχογειτονιές. Τόσα εκατομμύρια γαλόνια λυμάτων χύνονταν κάθε μέρα. Η χαμηλή στάθμη του νερού προκαλούσε υπερχείλιση, γιατί η Αγία Πετρούπολη ήταν χτισμένη πάνω σε ελώδεις περιοχές γεμάτες κουνούπια.

Τόσα εκατομμύρια τούβλα ψήνονταν στη Μόσχα και μεταφέρονταν εδώ. Και για όλον αυτό τον εργατικό οργασμό, απαιτούνταν δωδεκάωρες βάρδιες μέρα και νύχτα. Οι σωλήνες των υπονόμων είχαν κατεύθυνση βόρεια, προς τον κόλπο της Φινλανδίας.

Λίγο πριν τελειώσει το λόγο του, η Βαλεντίνα έπαψε να τον ακούει. Κοιτούσε το στόμα του και τον τρόπο που κινούνταν τα χείλη του. Είχε ένα πολύ ενδιαφέρον και καλοσχηματισμένο πιγούνι. Φορούσε ένα δερμάτινο καπέλο που του πατίκωνε τα μαλλιά και χοντρές μπότες με δερμάτινες σόλες που πλατάγιζαν από το πολύ νερό που είχαν ρουφήξει. Της άρεσε που όλοι τον άκουγαν με προσοχή όσο εκείνος μιλούσε, ακόμη κι ο υπουργός Νταβίντοφ με την ξινισμένη φάτσα της άρεσε που όταν τέλειωσε την ομιλία του το "φέρε από δω το φέρε από κει και πήγε κι έκατσε δίπλα της.

«Ενδιαφέρον;» τη ρώτησε.

«Ναι, πολύ».

«Φοβισμένη;»

«Ναι, πολύ».

«Δεν σε πιστεύω».

Εκείνη γέλασε.

«Το έργο σου είναι πραγματικά θεαματικό», πρόσθεσε.