«Θα πρέπει να είσαι πολύ περήφανος».
Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και την κοίταξε προσεκτικά στο πρόσωπο. Η αδελφή Σόνια ήταν μπροστά τους εντελώς απορροφημένη από τη συζήτηση με τη μαντάμ Νταβίντοβα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της καμφοράς προκειμένου να μυρίζουν ευχάριστα οι χώροι του σπιτιού. Ήταν έτοιμη να το προτείνει και στον Γιενς για να τη χρησιμοποιούν στα υπόγεια, όταν ένας θόρυβος λες κι έσπαγε ο φλοιός της γης ακούστηκε να διαπερνά τα τούνελ κι ήταν τόσο δυνατός, που ξέσκισε τα τύμπανα των αυτιών τους. Το έδαφος κάτω απτα πόδια της Βαλεντίνας κόπηκε στα δυο.
Τα φώτα έσβησαν. Το σκοτάδι σκέπασε τα πάντα. Φωνές ακούστηκαν για λίγο, γιατί κι αυτές σκεπάστηκαν από τους βράχους και τα τούβλα που έπεφταν από την οροφή.
Η Βαλεντίνα σκόνταψε κι ένιωσε να την κυριεύει ο πανικός.
Θα είχε πέσει χάμω αν ένα χέρι δεν την άρπαζε από τον καρπό για να την κολλήσει πάνω σ’ έναν τοίχο. Χωρίς να βλέπει και κοντεύοντας να πνιγεί από τη σκόνη, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κρατήσει το στόμα της κλειστό.
«Από δω». Η φωνή του Γιενς δίπλα της. Σκληρή κι απότομη.
Την τράβηξε πίσω του. Εκείνη ούτε ναναπνεύσει μα ούτε και να σκεφτεί μπορούσε. Την πονούσαν ταφτιά της.
Έσκυψε το κεφάλι της καθώς εκείνος την πήγαινε σένα μικρότερο παρακλάδι του τούνελ.
«Από δω!»
Το μυαλό της Βαλεντίνας πάλευε να πάρει στροφές.
Άπλωσε το χέρι της προς τα πίσω, βρήκε κάποιου το χέρι κι αρνήθηκε πεισματικά να το αφήσει. Φωνές αντιλαλούσαν στους τοίχους καθώς άνθρωποι σκόνταφταν από δω κι από κει, αλλά η κατάσταση παρέμενε η ίδια. Δεν μπορούσε να καταπιεί γιατί η καρδιά της είχε φρακάρει το λαιμό της. Η σύγχυση τρύπωνε σε όλες τις κόγχες του μυαλού της, όπως η σκόνη.
Μπροστά της, ακόμα και μέσα σαυτό το ζοφερό σκοτάδι, ο Γιενς ήξερε πού πήγαινε, ενώ τα δάχτυλα του σαν σύρματα εξακολουθούσαν να χώνονται στον καρπό της. Δεν επρόκειτο με τίποτα να την αφήσει. Κι εκείνη πιάστηκε από αυτή την τόσο απλοϊκή σκέψη.
Ησυχία. Το τέλος είχε έρθει. Αυτή η ησυχία που μόνο κάτω από τη γη υπάρχει. Ο Γιενς την ήξερε καλά αυτή την απόλυτη έλλειψη ήχου. Κάποιες φορές αναρωτιόταν αν κάπως έτσι ήταν ο θάνατος, όχι η φρικτή φλεγόμενη κόλαση, αλλά μια παγερή κι αμείλικτη απουσία. Ούτε ζωή, ούτε ήχος, ούτε φρέσκος αέρας να ανασάνεις. Μια δυνατή σουβλιά του τρύπησε το κεφάλι. Άναψε ένα κερί και τότε είδε τα χέρια του να τρέμουν. Γύρω του ακούστηκαν μικροί αναστεναγμοί, γιατί μαζί με το κερί είχε ανάψει κι η ζωή.
Ήταν απαράβατος όρος να μην τολμάει κανείς να κατέβει κάτω αν δεν είχε στην τσέπη του σπίρτα κι ένα κερί.
«Πόσοι είμαστε;» Μέτρησε κεφάλια. «Οκτώ».
Οκτώ από τους δεκαεπτά. Θεέ μου! Ο υπουργός Νταβίντοφ κι η γυναίκα του ήταν εκεί, όπως κι ο Κρόσκιν, ο νεαρός τοπογράφος. Έλειπε όμως ο μηχανικός. Κι ο Προυτζ, ο ειδικός στα νερά. Ποιος άλλος; Ο Γιενς σήκωσε το κερί πιο ψηλά, σκιές κουνήθηκαν στον αποπνικτικό από σκόνη αέρα.
Η Βαλεντίνα ήταν εδώ, καθόταν ανακούρκουδα στο έδαφος. Για ένα απίστευτα φοβερό λεπτό εκείνος τρόμαξε ότι ήταν χτυπημένη, αλλά όχι, βοηθούσε τη νοσοκόμα, κι οι δυο μαζί περιποιούνταν τον Κρόσκιν που ήταν ξαπλωμένος στο υγρό χώμα. Το ένα του μπατζάκι είχε γίνει κομμάτια και σένα μέρος η γάμπα του είχε τραυματιστεί. Δυο άλλοι ήταν όρθιοι κι έτρεμαν σύγκορμοι, ένα μέλος της Δούμας με φαβορίτες κι η γυναίκα του - εκείνος έκλαιγε με πνιχτά αναφιλητά κι εκείνη τον είχε αγκαλιάσει και του ψιθύριζε σύντομες και κοφτές οδηγίες.
«Σώπασε, όχι δάκρυα, Γιακόφ, σώπασε τώρα, σκούπισε τα μάτια σου».
«Εδώ θα πεθάνουμε». Τα λόγια βγήκαν κομπιαστά από μέσα του.
Η Βαλεντίνα σήκωσε το κεφάλι της. Το καπέλο της είχε εξαφανιστεί, τα μαλλιά της ήταν μες στη σκόνη. Γύρισε και κοίταξε κατάματα τον Γιενς.
«Έτσι είναι;» ρώτησε. Απλά και μόνο μια ντόμπρα ερώτηση. «Θα πεθάνουμε;»
Όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του κι ο Γιενς ένιωσε να τον βαραίνουν όσο οι βράχοι που στέκονταν πάνω απτα κεφάλια τους.
«Όχι. Νιέτ. Όχι βέβαια. Ρίξτε μια ματιά να δείτε πού βρισκόμαστε. Βρισκόμαστε σένα πέρασμα. Δυο βάνες, η μια δίπλα στην άλλη, ελέγχουν και κατευθύνουν τη ροή του νερού μέσα στο αυλάκι που βρίσκεται εκεί». Τους έδειξε μέσα στο σκοτάδι, εκεί που το φέγγος του κεριού δεν έφτανε. Ζεστό κερί έσταξε στα δάχτυλα του. Συνέχισε να μιλάς.
Συνέχισε ac κρατάς το μυαλό τους απασχολημένο για να ξεχνούν τους φόβους τους. «Αλλά εδώ», είπε κι απομακρύνθηκε λίγο από δίπλα τους, «στο γάντζο, σε περίπτωση ανάγκης, υπάρχει αυτό».
Κρατούσε στα χέρια του μια λάμπα πετρελαίου, σαν το μάγο που εμφανίζει το κουνέλι. Την άναψε με το κερί του κι είδε τα πρόσωπα των γύρω του από σταχτιά να γίνονται αρρωστιάρικα κίτρινα. Τα μάτια τους τον κοίταζαν ολοστρόγγυλα.