Выбрать главу

«Πρέπει να δώσουμε τον απαιτούμενο χρόνο στους μηχανικούς που είναι πάνω να εκτιμήσουν την κατάσταση», συνέχισε να μιλάει. «Όλοι θα είναι σοκαρισμένοι εκεί πάνω, όπως κι εμείς εδώ». Χαμογέλασε με το ζόρι. «Είμαστε ασφαλείς εδώ», τους είπε. «Να είμαστε ευχαριστημένοι».

«Πώς ξέρεις ότι από λεπτό σε λεπτό δεν θα καταρρεύσει και κάτι άλλο;»

Ήταν ο υπουργός Νταβίντοφ. Ανάθεμα τον. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τα τοξωτά τούβλα που ήταν ένα μέτρο πάνω απτα κεφάλια τους, στο ψηλότερο σημείο, ψάχνοντας για ρωγμές. Ο Γιενς μύρισε το φόβο τους που ήταν διάχυτος στο πέρασμα.

«Το τούνελ είναι δυνατό και συμπαγές».

«Τόσο δυνατό που μας πλάκωσε». Το αδύνατο πρόσωπο του Νταβίντοφ ήταν αλλοιωμένο από την ένταση.

«Όχι».

«Τι εννοείς, Φρίις;»

«Το τούνελ δεν έπεσε γιατί δεν ήταν δυνατό».

Η Βαλεντίνα σηκώθηκε όρθια, μια μικροκαμωμένη φιγούρα στο θεοσκότεινο σπήλαιο.

«Έγινε έκρηξη. Την άκουσα».

«Κοπελιά, μη λες βλακείες. Η στέγη δεν ήταν αντοχής.

Κατέρρευσε και-»

«Έχει δίκιο», τον διέκοψε ο Γιενς. Τέτοια οξύτατη ακοή.

Είχε το νου της, άκουσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ακούνε.

«Τι διάολο προσπαθείς να πεις, ότι.»

«Αντρέι», είπε ήρεμα η μαντάμ Νταβίντοβα κι ακούμπησε σταθερά το χέρι της στο μπράτσο του συζύγου της, «όχι τώρα. Τώρα μας νοιάζει να σωθούμε. Ας αφήσουμε τις αλληλοκατηγορίες για αργότερα». Κοίταξε γύρω της και χαμογέλασε. Δεν ήταν το χαμόγελο που θα μπορούσε να πείσει κάποιον, αλλά εκείνη την ώρα ήταν ό,τι έπρεπε. Η ένταση διαλύθηκε για λίγο.

«Μαντάμ Νταβίντοβα, είναι αλήθεια αυτό που λέτε. Πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι. Το σπουδαιότερο απόλα είναι να δούμε ποιος έχει τραυματιστεί». Ο Γιενς πήγε προς τον Κρόσκιν, τον τοπογράφο. Ο νεαρός πονούσε κι είχε σταυρωμένα τα χέρια του στο στήθος του.

«Πόσο άσχημα είναι;»

Ο Κρόσκιν μόρφασε.

«Θα ζήσω».

«Όλοι θα ζήσουμε».

Η νοσοκόμα κούνησε ενθαρρυντικά το κεφάλι της.

«Έχει κοπεί βαθιά κάτω απ’ το γόνατο, αλλά ευτυχώς δεν έχει σπάσει το κόκαλο». Με ένα από τα πλισεδένια μισοφόρια της πίεζε δυνατά την πληγή.

«Ορίστε». Ο Γιενς τράβηξε ένα μαχαίρι από την τσέπη του.

Τα μάτια του Κρόσκιν άνοιξαν διάπλατα.

«Αγόρι μου, δεν σκοπεύουμε να σου κόψουμε το πόδι», τον καθησύχασε ο Γιενς. «Επιδέσμους θέλουμε να κόψουμε». Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της νοσοκόμας. «Κάντε ό,τι μπορείτε», της μουρμούρισε. «Νταβίντοφ, έλα κι εσύ εδώ να κόψεις επιδέσμους».

Κι έδωσε το μαχαίρι στον υπουργό.

«Έχει χτυπήσει κανείς άλλος;»

Κανείς δεν μίλησε. Έριξε μια ματιά στους ανθρώπους γύρω του, παγιδευμένους σαυτόν το φρικιαστικό κάτω κόσμο μες στο μισοσκόταδο, κι εντυπωσιάστηκε από την καρτερία που έδειχναν. Ένιωσε ότι τους σεβόταν, ακόμη κι αυτό το καθίκι τον Αντρέι Νταβίντοφ που μετέτρεπε με δεξιοτεχνία τα μισοφόρια σε επιδέσμους.

«Όλοι μας έχουμε χτυπήματα και μελανιές, το ξέρω, αλλά» -σε κανέναν δεν άρεσε αυτό- «αν δεν υπάρχει κάτι άλλο πιο σοβαρό, να φύγω».

«Όχι. Μη».

Αυτή ήταν η Βαλεντίνα. Εκείνος πρόσεξε τη γρατζουνιά που χε στο λαιμό της.

«Θα πας πίσω, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.

«Πρέπει».

«Γιατί μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι τραυματίες».

Τραυματίες. Πλακωμένοι. Ανήμποροι. Να αιμορραγούν και να πεθαίνουν. Ζωντανοί. Νεκροί. Όλα αυτά μαζί. Όλοι σκέφτονταν διάφορα με το μυαλό τους.

Η Βαλεντίνα μίλησε βιαστικά.

«Είναι επικίνδυνο να πας μόνος σου. Πάρε κάποιον μαζί σου».

Πάρε εμένα μαζί σου. Αυτό εννοούσε.

Εκείνος τους κοίταξε όλους μέσα στο πέρασμα. Αποφάσισε να πάρει τον πιο αδύναμο μαζί του, το μέλος της Δούμας, για να μην επηρεάζει δυσμενώς τους άλλους με το φόβο του. Ο Γιενς δεν ήθελε να πανικοβληθούν οι υπόλοιποι όταν εκείνος θα έφευγε.

«Εσύ». Κι έδειξε το μέλος της Δούμας. «Έλα μαζί μου».

Η Βαλεντίνα βόγκηξε απαλά. Ήταν τόσο κοντά της, που μπορούσε να διακρίνει τη σκόνη που είχε κάτσει στα βλέφαρα του. Μα δεν μπορούσε να την πάρει μαζί του. Δεν μπορούσε να ξέρει ποιοι από αυτούς τους διαμελισμένους εκεί κάτω θα ήταν σε θέση να περπατήσουν. Ξανάναψε το κερί, πήρε από τον αγκώνα το βουλευτή της Δούμας και τον οδήγησε πίσω στο άνοιγμα του τούνελ. Ένιωσε το χέρι του ανθρώπου να τρέμει.

«Περίμενε!» Η Βαλεντίνατον σταμάτησε. «Πάρε τη λάμπα, εσύ θα τη χρειαστείς περισσότερο από μας. Άσε μας μόνο το κερί». Πήρε τη λάμπα απτον τραυματία και την πήγε στον Γιενς. Την έτεινε προς το μέρος του.

«Παρτη».

«Σ’ ευχαριστώ. Σπασίμπα».

«Να προσέχεις».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι.

«Υπουργέ Νταβίντοφ», φώναξε, «να προσέχεις τις γυναίκες».

«Γιενς», του είπε ψιθυριστά η Βαλεντίνα, «δεν νομίζεις ότι οι γυναίκες είναι αυτές που πρέπει να προσέχουν τους άντρες;».

«Εννοείς ότι έπρεπε να σε πάρω μαζί μου;»