«Ναι, αυτό εννοώ».
«Δεν μπορώ».
«Το ξέρω. Δεν έχει αστέρια αυτή τη φορά».
Εκείνος δεν κρατήθηκε και χαμογέλασε. Μετά έφυγε, η σκοτεινή τρύπα του τούνελ τον κατάπιε τόσο βαθιά, που προς στιγμήν απόρησε κι ο ίδιος από το πηχτό σκοτάδι.
Η Βαλεντίνα ένιωσε την απώλεια. Όχι τόσο για το κερί που ετοιμαζόταν να σβήσει κι οι γύρω της γίνονταν νευρικοί, σαν το ποντίκι που είναι κλεισμένο στο ίδιο κλουβί με τη γάτα. Αλλά τη δική του απώλεια, την αύρα του. Χωρίς τον Γιενς το τούνελ έμοιαζε πιο άδειο, ο αέρας ακόμη πιο αποπνικτικός κι οι άνθρωποι μικρότεροι. Η διάσωση τους που πριν από λίγο φάνταζε πιθανή, τώρα της φαινόταν αδιανόητη : Φοβόταν ότι εκείνος δεν θα ξαναγύριζε.
Τον είχε παρατηρήσει πώς κινιόταν μες στο απόλυτο σκοτάδι, λες και του ανήκαν αυτές οι σήραγγες, λες κι ήταν δικές του κι όχι της πόλης - όπως, ας πούμε, κινείσαι στο σπίτι σου. Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε τι θα σήμαινε γι’ αυτόν η κατάρρευση των στοών αυτών. Ένα βογκητό ακούστηκε από τον τοπογράφο κι οι σκέψεις της κόπηκαν απότομα. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να βολέψει όσο καλύτερα γινόταν τον Κρόσκιν, όταν η αδελφή Σόνια έδεσε το πόδι του, αλλά προφανώς δεν ήταν αρκετά. Του είχε βάλει το σάλι της προσκέφαλο και τον είχε σκεπάσει με το γούνινο παλτό της μήπως κι η ζεστασιά του απάλυνε τον πόνο. Τα βογκητά του ήταν πνιχτά γιατί με το ένα του χέρι είχε σκεπάσει το πρόσωπο του, και μολονότι εκείνη του κρατούσε το άλλο χέρι μέσα στα δικά της, αυτός δεν μιλούσε.
«Η οικογένεια σου είναι εδώ, στην Πετρούπολη;» τον ρώτησε.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, τίποτε άλλο.
«Έχω μια αδελφή», του είπε γλυκά. «Τη λένε Κάτια».
Κάτια, δεν έχω πεθάνει. Μην τους πιστέψεις αν σου πούνε ότι πέθανα. Και μη φοβάσαι καθόλου για μένα. Θα γυρίσω, δεν θα σε εγκαταλείψω, στο υπόσχομαι. «Είναι ξανθιά σαν κι εσένα και της αρέσει να παίζει χαρτιά. Εσύ έχεις αδελφή;»
Άλλο ένα κούνημα του κεφαλιού.
«Πώς τη λένε την αδελφή σου;»
Τίποτα. Τα ρίγη χειροτέρεψαν.
«Έχουν συστήματα ασφαλείας και διάσωσης», του είπε.
«Μην ανησυχείς, θα μας βγάλουν από δω μέσα».
Εκείνος κατέβασε το χέρι από το πρόσωπο του.
«Αλήθεια;»
«Ασφαλώς κι είναι αλήθεια».
«Ψέματα λέει». Ο Νταβίντοφ στεκόταν δίπλα της, η άγαρμπη σκιά του έπεφτε πάνω της. «Όπως λέει ψέματα κι ότι άκουσε την έκρηξη».
«Γιατί να πω ψέματα;» ζήτησε εκείνη να μάθει.
«Για να προστατέψεις τον Φρίις. Θα παραπεμφθεί γιανικανότητα, αν βγούμε ζωντανοί από εδώ μέσα».
Εκείνη γύρισε και κοίταξε τους υπόλοιπους.
«Άκουσε κανείς άλλος την έκρηξη;»
Η αδελφή Σόνια κούνησε το κεφάλι της. Η μαντάμ Νταβίντοβα στεκόταν εντελώς ακίνητη, δίπλα στο κερί στο πάτωμα, και με τίποτα δεν το άφηνε από τα μάτια της. Η φλόγα του έκανε τη σκιά της να διαγράφεται πάνω στους τοίχους. Κοιτούσε ζαλισμένη τον άντρα της. Μόνο η γυναίκα του βουλευτή, σωριασμένη στο πάτωμα, κούνησε έντονα το κεφάλι της.
«Εγώ την άκουσα», δήλωσε. «Τα αφτιά μου ακόμα με πονάνε. Τα δικά σου όχι;»
«Ναι», είπε η Βαλεντίνα και κοίταξε τη μαντάμ Νταβίντοβα.
Αργά η γυναίκα του υπουργού κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Μια έκρηξη», επανέλαβε η Βαλεντίνα. Γνώριζε τον ήχο. Της είχε εντυπωθεί από το Τέσοβο. «Μια βόμβα».
Η λέξη έφτανε για να σπάσει το εύθραυστο κέλυφος που μέσα του είχαν βρει καταφύγιο.
«Ποιος θα θελε να επιτεθεί στους υπονόμους;» ψιθύρισε η αδελφή Σόνια. Δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά της.
«Δεν πρόκειται για τους υπονόμους», είπε απότομα ο Νταβίντοφ. «Είστε τόσο ηλίθιοι και δεν βλέπετε τον πραγματικό στόχο;»
«Ο τσάρος», είπε με κοφτό ύφος η Βαλεντίνα. «Ήθελαν να σκοτώσουν τον τσάρο».
Εκείνη κοιτούσε το κερί που έλιωνε καθώς καιγόταν. Κοιτούσε την ώρα, που την έκαιγε κι αυτή. Ακόμα να γυρίσει ο Γιενς. Ήθελε να πάει ξοπίσω του. Αντί γι’ αυτό αφουγκραζόταν το κελάρυσμα του νερού δίπλα της. Προσπάθησε να εκτιμήσει τα τραύματα στα πέντε πρόσωπα που ήταν γαντζωμένα γύρω από τη φλόγα. Απέφευγε να σκεφτεί τι ζημιά είχε πάθει η ίδια.
Η αδελφή Σόνια ήταν ψύχραιμη. Είχε ξαναδεί θάνατο και τραυματισμούς. Ναι, μπορεί να έκλαιγε, αλλά τα χέρια της ήταν σταθερά όσο φρόντιζε τον ασθενή της που κειτόταν στο πάτωμα. Ο τοπογράφος όλο και χειροτέρευε. Ίδρωνε, ο πόνος κι ο φόβος ήταν δυσβάσταχτοι για κείνον. Αλλά τη μαντάμ Νταβίντοβα ήταν δύσκολο να την ψυχολογήσεις, γιατί είχε πολύ αυτοέλεγχο. Μόνο μια ρυτίδα φαινόταν ανάμεσα στα φρύδια της, όπως της μαμάς όταν είχε πονοκέφαλο.
Μαμά; Μην ανησυχείς για. μένα.
Η γυναίκα του βουλευτή ήταν διαφορετική. Δεν μπορούσε με τίποτα να μείνει ακίνητη. Πότε καθόταν, πότε σηκωνόταν, έπλεκε τα χέρια της στα ρούχα της, στα μαλλιά της, στο λαιμό της. Ήταν αδύνατη γυναίκα. Στο σκοτάδι πιο πολύ έμοιαζε με σκιά παρά με άνθρωπο, τόσο μικροκαμωμένη ήταν.