Выбрать главу

«Λείπουν ώρα οι άντρες», είπε.

«Ψάχνουν για τους άλλους», της απάντησε με σιγουριά η Βαλεντίνα. «Αυτό παίρνει χρόνο».

«Ναι, αλλά μπορεί να πέσουν κι άλλοι βράχοι».

«Θα τους ακούγαμε αν ήταν. Και μην ανησυχείς, οι άντρες θα μας φώναζαν».

Ο Νταβίντοφ ήρθε και στάθηκε ανάμεσα τους.

«Ίσως δεν θα έπρεπε να ανησυχούμε τόσο πολύ, γιατί ανάμεσα μας έχουμε κάποιον που είναι εγγύηση για τη σωτηρία μας».

«Ποιον;» απαίτησε να μάθει η γυναίκα.

Ο Νταβίντοφ κάρφωσε με τη ματιά του τη Βαλεντίνα.

«Εγώ;»

«Ναι, εσύ».

«Γιατί εγώ;»

«Γιατί πρόκειται να γίνεις το διαμάντι της Αγίας Πετρούπολης».

«Τι εννοείς, Αντρέι;» ρώτησε η γυναίκα του.

Εκείνος δεν της έδωσε σημασία.

«Έτσι δεν είναι, δεσποινίς μου;»

«Όχι».

«Η Βαλεντινα Ιβάνοβα πρόκειται να παντρευτεί», ανακοίνωσε εκείνος. «Θα γίνει μέλος μιας από τις επιφανέστερες οικογένειες στην Πετρούπολη».

«Όχι». Η Βαλεντίνα σκούπισε τα χέρια της στη βρομερή της φούστα. «Είναι ψέματα».

«Ο ίδιος σου ο πατέρας με ενημέρωσε για το γάμο. Συγχαρητήρια, αγαπητή μου. Λοιπόν, χάρη σε σένα η οικογένεια Τσερνόφ θα κινήσει γη και ουρανό για να σε βγάλει από εδώ μέσα. Και το στρατό θα στείλουν αν παραστεί ανάγκη».

Η Βαλεντίνα ένιωσε τον αέρα γύρω της ναλλάζει. Η ελπίδα αμυδρά αναπτερώθηκε. Τα μάτια έλαμψαν κι οι καρδιές άρχισαν να χτυπάνε πιο δυνατά.

«Υπουργέ, έχετε σπίρτα;» ρώτησε παγερά η Βαλεντίνα.

Εκείνος σούφρωσε τα μούτρα του.

«Ναι, έχω».

«Το κερί λιώνει γρήγορα. Πρέπει να κάνουμε να κρατήσει πιο πολύ».

«Πώς;»

«Πρέπει να το σβήσουμε».

Το σκοτάδι απλώθηκε παντού. Εκείνης της άρεσε έτσι.

Μπορούσε να κρυφτεί μέσα του. Δεν πίστευε ποτέ της ότι θα φοβόταν στα τούνελ του Γιενς.

Γιενς. Γύρνα σε μας.

Κι οι έξι κάθονταν σε κύκλο στο παγωμένο χώμα, τα πόδια τους ακουμπούσαν μεταξύ τους, λες κι ο ένας ήταν το λιμάνι του άλλου. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα έμενε χωρίς αραξοβόλι στο σκοτάδι, μόνος του με τα ποντίκια να τρέχουν από σήραγγα σε σήραγγα.

Η Βαλεντίνα πιο πολύ ένιωσε παρά είδε τον υπουργό που καθόταν αριστερά της να γέρνει προς το μέρος της.

«Είσαι ένα ζωντανό κι αξιαγάπητο πλάσμα, καλή μου», της είπε χαμηλόφωνα, «και παραπάνω από έξυπνο για να υποταχθείς στις επιθυμίες των άλλων, όταν διαθέτεις και κάτι αποκλειστικά δικό σου. Άκου τη συμβουλή μιας παλιάς καραβάνας. Χρησιμοποίησε τα όπλα σου».

«Όπλα;»

«Το ισχυρότερο απόλα, καλή μου. Την ομορφιά σου».

«Ξέρετε ποιο είναι το ισχυρότερο όπλο;» τον ρώτησε μες στο πηχτό σκοτάδι. «Κάποιο που ποτέ μου δεν θα μπορέσω ναποκτήσω».

«Ποιο είναι αυτό;»

«Να γεννιόμουν άντρας».

Εκείνος γέλασε πνιχτά. Κι η Βαλεντίνα τον ένιωσε να νεύει με το κεφάλι του ότι είχε δίκιο.

Ήταν νεκρή; Ο Αρκίν είχε αναρωτηθεί χιλιάδες φορές. Η Βαλεντίνα ήταν νεκρή; Δεν ήθελε να πεθάνει. Ή να πληγωθεί. Τον εξέπληξε και τον ίδιο πόσο πολύ ήθελε να είναι ζωντανή. Στο παρελθόν είχε σκοτώσει μόνο αγνώστους, αλλά τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το πρόσωπο της τον στοιχειώνε.

Το ίδιο και η έκρηξη.

Έριξε μια ματιά στο παράθυρο του δωματίου της, όμως αυτή δεν βρισκόταν εκεί.

Στεκόταν μέσα στο κρύο μπροστά στο «Τουρικούμ», στην είσοδο. Περίμενε. Τη μισή αναθεματισμένη του ζωή αυτό έκανε, περίμενε. Τελικά ο υπουργός Ιβάνοφ κι η γυναίκα του κατέβηκαν τα σκαλοπάτια, τυλιγμένοι κι οι δυο με τις χοντρές τους γούνες, άκαμπτοι και χωρίς να ανταλλάσσουν λέξη μεταξύ τους, θρονιάστηκαν στα μπλε δερμάτινα καθίσματα και παρέμειναν σιωπηλοί. Ο ένας κοιτούσε από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη. Αυτό δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο, αλλά ο Αρκίν λυπόταν που μια τέτοια στιγμή, με την κόρη τους αγνοούμενη, δεν έβρισκαν κάτι που να τους φέρει πιο κοντά. Μα τόσο λίγο τους είχε αγγίξει τούτο το γεγονός; Είχε κίνηση στο δρόμο κι εκείνος ξαναθυμήθηκε την κουβέντα που είχε με τον Σεργκέγιεφ.

«Ο τσάρος Νικόλαος σκοπεύει να επισκεφτεί τα τούνελ των υπονόμων», είχε πει ο Αρκίν στο φίλο του. «Αυτή είναι η ευκαιρία μας, Σεργκέγιεφ».

«Είσαι σίγουρος;»

«Ναι. Η νοσοκόμα στο αρχοντικό συνέχεια γι’ αυτό το πράγμα μιλάει. Είναι καλεσμένη σαν συνοδός της μεγαλύτερης κόρης του Ιβάνοφ. Είναι το τέλειο μέρος για να στήσουμε την παγίδα μας».

Ο Σεργκέγιεφ μούγκρισε.

«Έτσι όπως είναι το γαμημένο μου χέρι, σου είμαι άχρηστος. Δεν είμαι εγώ για να πηγαίνω στους υπονόμους».

Ο Αρκίν τον είχε χτυπήσει απαλά στο καλό του χέρι. «Το ξέρω, σύντροφε, το ξέρω. Αλλά ο αδελφός σου μπορεί».

Μαζί είχαν μοιράσει τα εκρηκτικά, και για πρώτη φορά εδώ και πολλούς μήνες εκείνος είχε επιτρέψει στον εαυτό του να μεθύσει. Ο εκνευρισμός ήταν ένα πλάσμα με νύχια και φαρμακερά δόντια που χε φωλιάσει στα σωθικά του και τον έτρωγε ζωντανό.