Ο Νικολάι Ιβάνοφ χαιρέτισε με ένα κοφτό νεύμα τη γυναίκα του κι αναχώρησε για το υπουργείο στους μόλους, ενώ ο Αρκίν έκανε αναστροφή και πήρε τη Λεωφόρο Νέφσκι. Έξω από το ατελιέ μόδας της μαντάμ Μονίκ άνοιξε την πόρτα του «Τουρικούμ» και, μολονότι δεν το συνήθιζε, άπλωσε το χέρι του στην Ελιζαβέτα Ιβάνοβα για να βγει από το αυτοκίνητο. Του φάνηκε αδυνατισμένη κι η ματιά της δεν ήταν αποφασιστική. Εκείνη ανταποκρίθηκε και, προτού βρεθεί κάτω από την άσπρη και μπλε τέντα του μαγαζιού, τον ευχαρίστησε.
«Θα έχω τελειώσει σε μια ώρα», του είπε. «Όχι παραπάνω».
«Μάλιστα, μαντάμ».
Αγόρασε μια εφημερίδα κι έκατσε να τη διαβάσει μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν έλεγε τίποτα. Εξαιτίας ενός ατυχήματος, έτσι το αποκαλούσαν, είχε καταρρεύσει μια σήραγγα των υπονόμων. Καμιά αναφορά σε βόμβα. Καμιά αναφορά σε δολοφονική ενέργεια. Τους γαμημένους. Καταράστηκε τον τσάρο και το αλλού για αλλού μυαλό του: Χωρίς τον τσάρο, το διεφθαρμένο πολίτευμα θα κατέρρεε γιατί δεν θα είχε πουθενά να στηριχτεί. Όταν ο υπουργός Ιβάνοφ του είπε ότι η Αυτού Μεγαλειότης είχε πάει για πατινάζ εκείνη την ημέρα με τα παιδιά του, στο Τσαρσκόγιε Σέλο, αντί να πάει να επιθεωρήσει τους υπονόμους, ήθελε να βάλει τις φωνές. Πάει τώρα ο ξεσηκωμός. Πού ήταν τώρα αυτός ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος για τον οποίο ο Αρκίν είχε πουλήσει την ψυχή του; Κάποια στιγμή η μαντάμ Ιβάνοβα βγήκε, κι εκείνος έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. Κι όσο περίμενε για να περάσει το τραμ και μια άμαξα με μονόγραμμα, κοιτούσε τα ακριβά καταστήματα και εστιατόρια κι ένιωθε να τον κυριεύει απογοήτευση. Είχε πιστέψει μέχρι τα μύχια της ψυχής του ότι σήμερα αυτά τα μέρη θα ανήκαν στους απλούς ανθρώπους της Ρωσίας. Οδήγησε γρήγορα, είχε ανάγκη να φύγει όσο το δυνατόν πιο μακριά.
Όταν άκουσε τον ήχο, για πρώτη φορά, ξαφνιάστηκε.
Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκε ότι προφανώς είχε πατήσει κάποιο γατί. Επρόκειτο για ένα δυνατό ξεφωνητό που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκωθούν. Ξαφνικά σταμάτησε και συνειδητοποίησε ότι ερχόταν από πίσω του. Γύρισε και είδε τη μαντάμ Ελιζαβέτα Ιβάνοβα γερμένη μπροστά με τους αγκώνες στην ποδιά της και το πρόσωπο της κρυμμένο στα χέρια της. Βογκούσε.
Ο Αρκίν έκανε στην άκρη κι έσβησε τη μηχανή.
«Μαντάμ, είστε αδιάθετη;»
Το γούνινο παλτό δεν μετακινήθηκε, μα το σιγανό βογκητό συνεχιζόταν. Κοίταξε την καμπουριασμένη φιγούρα κι η ανάσα του βγήκε λαχανιαστή. Εκείνος της το είχε κάνει αυτό, είχε δώσει τη διαταγή να παγιδέψουν το τούνελ με τη βόμβα. Βγήκε από τη θέση του οδηγού και στάθηκε στο παγωμένο πεζοδρόμιο, ενώ ο αέρας τρύπωνε κάτω από το γείσο του καπέλου του.
«Μαντάμ;»
Το βογκητό έπαψε. Το μαύρο παλτό εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητο, όμως τα ρίγη είχαν γίνει πιο δυνατά, ενώ σιγανοί λυγμοί έκαναν τα χέρια της να τρέμουν. Ενστικτωδώς ο Αρκίν πήγε κι έκατσε δίπλα της, στο πίσω κάθισμα. Αυτό ήταν ενάντια σόλους τους κανόνες, αλλά δεν του καιγόταν καρφί. Έκατσε δίπλα της, χωρίς να την ακουμπάει, χωρίς να της μιλάει, απλά ήταν εκεί. Κι όταν το τρεμούλιασμα ηρέμησε κι ένα από τα δυο γαντοφορεμένα χέρια της αφέθηκε στο μικρό κενό που υπήρχε ανάμεσα τους, εκείνος της το σκέπασε με το δικό του χέρι. Γάντι πάνω σάλλο γάντι, μια ελάχιστη παρηγοριά, κι απόμειναν έτσι. Τα λεπτά περνούσαν. Πολλοί περαστικοί τους κοιτούσαν έκπληκτοι, αλλά ο Αρκίν τους αγνοούσε.
«Σ’ ευχαριστώ», του ψιθύρισε.
Αργά σαν να έβγαινε από πολύ βαθιά νερά, η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα ανασηκώθηκε κι από μέσα της βγήκε μια βαριά ανάσα. Δεν τον κοίταξε, δεν τράβηξε το χέρι της, αλλά ίσιωσε την πλάτη της για άλλη μια φορά ενώ τα δάκρυα είχαν πάψει.
«Μπορεί να είναι ακόμη ζωντανή», είπε ήρεμα εκείνος.
«Δεν το πιστεύω».
«Μην παύετε να ελπίζετε».
Μια παρωδία χαμόγελου διαγράφηκε στο πρόσωπο της.
«Εδώ και χρόνια έχω πάψει να ελπίζω».
«Δεν θα πρεπε. Η ελπίδα είναι αυτή που μας κάνει να συνεχίζουμε».
«Ελπίδα για ποιο πράγμα;»
«Για μια κόρη που είναι ακόμη ζωντανή. Για μια ζωή που αξίζει να ζούμε».
Τον κοίταξε κατάματα κι εκείνος διέκρινε την απέραντη μοναξιά στα γαλανά της μάτια. Το γούνινο καπέλο της είχε φύγει απ’ τη θέση του και μια ξανθιά μπούκλα ακουμπούσε στο μάγουλο της. Ήθελε να τα βάλει και τα δυο στη θέση τους. Ήθελε να βάλει και τη ζωή της Ελιζαβέτας στη θέση της.
«Τη δική σου ζωή αξίζει να τη ζεις;» τον ρώτησε.
«Ασφαλώς».
Εκείνη τον κοίταξε προσεκτικά, πρώτη φορά παρατηρούσε τα σκούρα μαλλιά του κάτω από το καπέλο του, το σχήμα του στόματος του και την επιφυλακτική έκφραση των ματιών του. Το χέρι της εξακολουθούσε να είναι κάτω από το δικό του.
«Σ’ ευχαριστώ. Σπασίμπα», του είπε άλλη μια φορά.