Η Ελιζαβέτα ακούμπησε την πλάτη της στο κάθισμα κι έκλεισε τα μάτια. Κάτω από τα σχεδόν διάφανα βλέφαρα της εκείνος μπορούσε να διακρίνει τα μάτια της να κινούνται αδιάκοπα, όπως οι χτύποι της καρδιάς του, κι απόμεινε να περιμένει μέχρι εκείνη να βρει το κουράγιο να συνεχίσει.
Όταν αυτό έγινε, είχε αρχίσει να χιονίζει κι εκείνος πήρε το χέρι του, γύρισε στη θέση του οδηγού και την πήγε στο σπίτι.
Ο Γιενς Φριις επέστρεψε στους άλλους. Η Βαλεντίνα ήταν η πρώτη που είδε τη λάμπα ναχνοφέγγει από μακριά, η πρώτη που πετάχτηκε όρθια, η πρώτη που έτρεξε να τον προϋπαντήσει και να δει ότι ο Γιενς που γύρισε δεν είχε καμιά σχέση μαυτόν που είχε φύγει. Το πρόσωπο του είχε αλλάξει. Με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο τα κόκαλα του προσώπου του είχαν μετακινηθεί, λες κι είχαν ξεκολλήσει και κάποιο εχθρικό χέρι αποφάσισε να τα τακτοποιήσει φύρδην μίγδην στη θέση τους. Τα μάτια του είχαν χωθεί ακόμη πιο βαθιά στο κεφάλι του και δυο αδρές γραμμές αυλάκωναν το στόμα του. Ήταν απότομος. Απρόσιτος. Με λίγα λόγια τους εξήγησε την κατάσταση που αντίκρυσαν.
«Η στοά έχει μπλοκάρει εντελώς από βράχια και μπάζα».
Η Βαλεντίνα κοίταξε επίμονα τα χέρια του. Τα γάντια είχαν γίνει κουρέλια, αίμα έσταζε σαν μαύρο φίδι στον καρπό του.
«Είναι πολύ δύσκολο να μετακινηθούν. Η οροφή δεν είναι στερεή. Η ομάδα διάσωσης δεν πρόκειται να έρθει από εκεί γιατί το μεγαλύτερο μέρος της οροφής είναι ετοιμόρροπο και μπορεί να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή».
«Βρήκατε κανέναν;» ρώτησε η αδελφή Σόνια.
Ο βουλευτής έκανε στην άκρη όπου ήταν το αυλάκι και ξέρασε μες στο νερό.
«Υπήρχαν πτώματα», παραδέχτηκε ο Γιενς. Το στόμα του σφιχτή κε.
Κανείς δεν ρώτησε περισσότερα.
«Τώρα», είπε, «θα περιμένουμε».
«Ξέρεις να κολυμπάς;»
Το στομάχι της Βαλεντίνας αναπήδησε.
«Ναι». Στο ποταμάκι, το καλοκαίρι, όταν μπορούσε κι η αδελφή της. «Ναι, ξέρω να κολυμπάω».
«Ωραία».
«Λες ότι αυτό θα βοηθήσει κάπου;»
«Θα μπορούσε».
Εκείνη σκέφτηκε το παγωμένο νερό.
«Δεν νομίζω όμως ότι ξέρει κι η αδελφή Σόνια».
«Θα την κρατάμε εμείς οι δυο, ανάμεσα μας. Μην κάνεις έτσι. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα χρειαστεί».
«το ελπίζω. το νερό θα είναι βρόμικο;»
«Ίσως».
Όταν άναψαν τη λάμπα πετρελαίου, μοιράστηκαν όλοι την ίδια εικόνα. Η Βαλεντίνα πήγαινε πάνω κάτω μες στον υπόνομο, αλλά μόνο μέχρι εκεί που έφτανε το φως της λάμπας, παρακάτω δεν τολμούσε να πάει. Αυτό απαιτούσε πολύ κουράγιο. Διψούσε κι ο λαιμός της ήταν θεόστεγνος. Οι μεγαλύτερες γυναίκες κάθονταν πάνω στο νοτισμένο χώμα και λέγανε πόσο πολύ θα ήθελαν ένα ζεστό μπάνιο. Ο Γιενς στεκόταν κοντά στο αυλάκι και με το ένα τσιγάρο άναβε το άλλο. Το δερμάτινο καπέλο του είχε χαθεί και τα κόκκινα μαλλιά του είχαν γίνει σταχτιά και πατικωμένα στο κεφάλι του απ’ τη σκόνη των τούβλων. Κάποιες στιγμές πήγαινε κοντά στο νεαρό τοπογράφο, έβλεπε το ξαναμμένο του πρόσωπο και αντάλλασσε λίγες κουβέντες με την αδελφή Σόνια.
Όταν η λάμπα έσβησε ο καθένας ζούσε στο δικό του κόσμο, έναν κόσμο που απελευθέρωσε τους δαίμονες της μέρας. Η μικρή ομάδα έκατσε για άλλη μια φορά σε κύκλο με τα πόδια νακουμπάνε μεταξύ τους.
«Προσπαθήστε να κοιμηθείτε», διέταξε ο Γιενς.
Κάθισε δίπλα στη Βαλεντίνα, έβγαλε το παλτό του και το ρίξε πάνω της.
«Σπασίμπα. Έλα να το μοιραστούμε», του είπε εκείνη.
Στο απόλυτο σκοτάδι ένιωσε το άγγιγμα του χεριού του καθώς εκείνος άπλωνε το χοντρό του παλτό στα πόδια τους.
Κι όπως ο χρόνος περνούσε αργά κι οι φωνές όλο και σιωπούσαν, ο συνεχής θόρυβος του νερού πλημμύρισε το μυαλό της κι εκείνη φαντάστηκε ότι ανέβαινε όλο και πιο πολύ, μέχρι που την έπνιξε στον ύπνο της.
«Σσσς».
Η φωνή του Γιενς μέσα σταυτί της. Το χέρι του Γιενς στο πιγούνι της. Τα μάτια της άνοιξαν απότομα, μα το μόνο που αντίκρισε ήταν το απόλυτο σκοτάδι.
«Σσσς», μουρμούρισε εκείνος άλλη μια φορά.
Ένιωσε το κορμί του πάνω στο δικό της.
«Έκλαιγες στον ύπνο σου. Εφιάλτες;»
«Ναι».
«Αυτό το μέρος ευνοεί τους εφιάλτες».
Πίσσα πηχτή το σκοτάδι. Δεν ξεχώριζε τίποτα απ’ το πρόσωπο του, αλλά τον άκουσε να ξεροκαταπίνει κι ένιωσε το απαλό άγγιγμα των χειλιών του πάνω στα δικά της. Για μια στιγμή - και μετά τίποτα. Τόσο λίγο, που δεν ήταν και σίγουρη. Ψηλάφισε το πρόσωπο του με τα δάχτυλα της κι ακούμπησε το πλατύ του μέτωπο, την ίσια γραμμή του φρυδιού του και λίγο παρακάτω έπαιξε με τα πυκνά του ματόκλαδα που σκέπαζαν τα κλειστά του μάτια. Ποτέ πριν δεν είχε αγγίξει ανδρικό πρόσωπο.
Ο Γιενς μίλησε χαμηλόφωνα.
«Θα πρέπει να εκκενώσουν τη στοά κι εμείς θα πρέπει να ξεφύγουμε απ’ το νερό».
Ανάσανε προσεκτικά τον αέρα που μοιραζόταν μαζί του.
«Ξέρεις τι θα θελα αυτή τη στιγμή;» τη ρώτησε.