«Τι;»
«Τέσσερις φέτες καλά παγωμένο ανανά, γλυκό και στυφό. Δυο για σένα και δυο για μένα».
Γέλασε έκπληκτη.
«Κοιμήσου τώρα», της είπε με απαλή φωνή. «Όχι πια άλλα όνειρα. Και μην ανησυχείς, θα προσέχω εγώ το νερό».
Το νερό έφτασε, ο Γιενς το ήξερε ότι θα συνέβαινε. Η οξύτατη ακοή του έπιασε την αλλαγή στο θόρυβο, μια ανεπαίσθητη αλλαγή πολύ πριν φτάσει το νερό πάνω τους. Ένας μακρινός ήχος που κροτάλισε μες στους σωλήνες που διέτρεχαν τους υπονόμους: το νερό άλλαζε κατεύθυνση, βάνες ανοιγόκλειναν. Μερικοί υπόνομοι έπρεπε ναδειάσουν προτού οι παγιδευμένοι προσπαθήσουν ναποδράσουν, και τώρα ο ήχος του νερού όλο και δυνάμωνε.
«Να είστε ήρεμοι», τους είπε ο Γιενς. «Μόλις το νερό διασχίσει το πέρασμα, εμείς θα πάμε σ’ έναν ψηλότερο υπόνομο κι από εκεί θα προχωρήσουμε προς την έξοδο. Να προσέχετε τα κεφάλια σας, το ταβάνι κάπου κάπου είναι χαμηλό. Να είστε όλοι μαζί και να φροντίσετε να κρατιέστε γερά απ’ το σκοινί». Δεν ήταν σκοινί. Ζώνες ενωμένες σε μια μακριά σειρά που θα τις κρατούσαν δυνατά για να μην παρασυρθεί κανείς τους.
«Πόσο βαθιά θα είναι;» ρώτησε η νοσοκόμα. Τα δόντια της χτυπούσαν.
«Καθόλου βαθιά. Να κρατάτε καλά το σκοινί».
Όλοι στέκονταν σε μια σειρά πίσω του. Ο τραυματισμένος τοπογράφος ήταν δεμένος πάνω στην πλάτη του Γιενς, αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε να γραπωθεί καλά από το λαιμό του, κι αυτό έκανε. Ήταν ένας αδύνατος νεαρός που δεν ζύγιζε πολύ, αλλά ο Γιενς ανησυχούσε για την ανοιχτή πληγή στο πόδι του που θα βρισκόταν μέσα στο βρομερό νερό.
Δίπλα του στεκόταν η νοσοκόμα που έλεγε συνέχεια τη μια προσευχή μετά την άλλη, λες κι είχε ένα κομποσκοίνι και το μετρούσε. Ο Γιενς σήκωσε τη λάμπα με το ένα του χέρι και με το άλλο τη γράπωσε όσο πιο γερά μπορούσε. Πίσω της ήταν η Βαλεντίνα. Πολύ θα θελε να γράπωνε το δικό της χέρι και να μην το άφηνε με τίποτα, αλλά έπρεπε να βοηθήσουν τη νοσοκόμα. Μπορεί βέβαια να της το είχε υποσχεθεί αυτό ο Γιενς, αλλά όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στη Βαλεντίνα. Είχε βάλει τον Νταβίντοφ πίσω της, μετά τη γυναίκα του Νταβίντοφ και στο τέλος το ανδρόγυνο της Δούμας.
Το νερό ήρθε. Ξεχύθηκε από το αυλάκι και γλίστρησε στο έδαφος του περάσματος πηχτό και μαύρο σαν λάδι, αλλά κανείς δεν πανικοβλήθηκε. Πνιχτές φωνές ακούστηκαν μόνο όταν το παγωμένο νερό έγινε πιο δυνατό, ακούμπησε τις γάμπες τους κι έφτασε στα γόνατα τους. Όταν έφτασε τους μηρούς της Βαλεντίνας και μούσκεψε τη φούστα της, τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. Τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στο σκοινί και στην αδελφή Σόα την ώρα που ένα ποντίκι πέρασε από κοντά κολυμπώντας φρενιασμένα.
Ο Γιενς ζύγισε την κατάσταση με πολλή προσοχή.
«Τώρα!» φώναξε.
Σήκωσε τη λάμπα και προχώρησε. Τον ακολούθησαν όλοι ανεξαιρέτως, ανέβηκαν τέσσερα πέτρινα σκαλιά ως το ψηλότερο τούνελ, εκεί που η εκροή του παγωμένου και βρομερού νερού θα τους έφτανε μέχρι το γόνατο. Η μπόχα ήταν αποπνικτική και το ταβάνι χαμηλό. Ο Νταβίντοφ χτύπησε το κεφάλι του στα τούβλα και βλαστήμησε, αλλά ο Γιενς τους πήρε από εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τραβώντας πίσω του το αυτοσχέδιο σχοινί. Θυμόταν από παλιά ότι σ αυτό το τούνελ η έξοδος δεν ήταν πολύ μακριά.
«Όλοι καλά;» φώναξε δυνατά.
«Ντα».
«Δεν αργούμε πολύ».
«Πόσο δηλαδή;»
Το αυτί του Γιενς, όμως, είχε ακούσει έναν ήχο σαν μπουμπουνητό - πάνω από το θόρυβο των ποδιών που πλατσούριζαν μες στο νερό ακούστηκε ένα μακρινό, αλλά ξεκάθαρο μπουμπουνητό.
«Πιο γρήγορα», πρόσταξε. Άνοιξε κι άλλο το διασκελισμό του. «Φτάσαμε σχεδόν», τους είπε δυνατά.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» φώναξε για ν’ ακουστεί ο Νταβίντοφ.
Ο πανικός ξεχύθηκε από παντού. Τη μια στιγμή ήταν όλοι τους σε μια σειρά και την άλλη άρχισαν να σκοντάφτουν και να τσαλαπατιούνται μέσα στα βρομόνερα γιατί συνειδητοποιούσαν τι προμήνυε αυτό το μπουμπουνητό. Το αυτοσχέδιο σκοινί εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Ο τοπογράφος έσφιξε τόσο δυνατά τον Γιενς, που κόντεψε να τον πνίξει, αλλά ο Γιενς απτόητος εξακολουθούσε να κρατάει σφιχτά την αδελφή Σόνια και πρόσεξε ότι κι η Βαλεντίνα είχε το χέρι της γύρω από τη μαντάμ Νταβίντοβα που ανέπνεε με δυσκολία. Ο άντρας της είχε προχωρήσει μπροστά.
«Προχώρα δεξιά, προς εκείνο το άνοιγμα. Μπορεί να δεις το φως της μέρας από εκεί», του φώναξε ο Γιενς.
Φως τ-ης μέρας. Δυο τόσες δα λεξούλες. Φως της μέρας.
Μέχρι στιγμής ο Γιενς απέφευγε να πει αυτή τη λέξη. Τώρα όμως είχε φέρει την ελπίδα. Όσο μπορούσαν πιο γρήγορα και τσαλαβουτώντας στις γωνίες του υπονόμου έστριψαν, και τότε ήταν που ο Γιενς άκουσε τις φωνές. Είχε φτάσει τελευταίος γιατί έσερνε την αδελφή Σόνια κι αμέσως είδε αυτό που ήξερε ότι υπήρχε εκεί. Μια σιδερένια σκάλα που κατέληγε σε μια μεταλλική καταπακτή. Το φως της μέρας έμπαινε από τις μικρές τρύπες, ο αέρας ήταν πιο καθαρός. Μια χαρούμενη φωνή ακούστηκε και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της μαντάμ Νταβίντοβα.