Ένας βρυχηθμός ακούστηκε απ’ το νερό που τους ακολουθούσε κατά πόδας.
«Επάνω», διέταξε ο Γιενς κοφτά.
Ο Νταβίντοφ πήδηξε πρώτος. Με τους ώμους του έσπρωξε τη μεταλλική καταπακτή κι αυτή άνοιξε διάπλατα στο δρόμο, ενώ το άπλετο φως έκανε αυτούς που ήταν κάτω να αλληθωρίσουν καθώς προσπάθησαν να κοιτάξουν προς τα πάνω. Γρήγορα ο Γιενς γράπωσε τον τοπογράφο από την πλάτη και τον στερέωσε στη σκάλα για να μπορέσει ο Νταβίντοφ να τον τραβήξει πάνω, ενώ ακολουθούσαν ο βουλευτής κι η γυναίκα του. Το νερό ανέβαινε με μεγάλη ταχύτητα τώρα, ήδη είχε φτάσει στη μέση του Γιενς.
«Βαλεντίνα, πήδα!»
Αλλά εκείνη έσπρωξε τη νοσοκόμα στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι. Η αδελφή Σόνια έτρεμε τόσο πολύ, που τα παχουλά της χέρια με το ζόρι κρατούσαν το μέταλλο.
«Μπίστρο! Γρήγορα!» ούρλιαξε ο Γιενς.
Με το ένα του χέρι άρπαξε τη Βαλεντίνα απτους ώμους και τη σήκωσε πάνω στη σκάλα την ώρα που ένα ορμητικό ρεύμα νερού χωνόταν μες στο τούνελ.
«Πήγαινε», της είπε. Και την έσπρωξε με τη μουσκεμένη του μπότα.
Άρπαξε τη μαντάμ Νταβίντοβα απτον καρπό και την έβαλε να πιαστεί από τη σκάλα είδε πως τα δάχτυλα της την είχαν γραπώσει καλά. Άλλα δώδεκα σκαλοπάτια κι όλα θα είχαν τελειώσει.
Τότε ήταν που τους χτύπησε ο καταρράκτης. Ένας τεράστιος υδάτινος τοίχος έπεσε πάνω τους, ένιωσαν το έδαφος να χάνεται από τα πόδια τους, έπεσαν απ’ τη σκάλα, τα δάχτυλα τους τα ξέσκισε το μέταλλο της. Η λάμπα χάθηκε. Ο κόσμος σκοτείνιασε. Ο Γιενς πάλευε με το νερό. Η βρομιά είχε μπει όλη μες στο στόμα του. Το κεφάλι του κουτούλησε σ’ έναν τοίχο. Τα πνευμόνια του έκαιγαν καθώς πολεμούσε να πάει προς το φως, αλλά κάτι ή κάποιος έπεσε πάνω του, προσπαθούσε να τον βουλιάξει.
Είδε ένα χέρι να κοπανιέται κάτω απ’ το νερό και το τράβηξε στην επιφάνεια. Για πολύ λίγο μπόρεσε να το κρατήσει και πρόλαβε να δει ένα τρομοκρατημένο προσωπο προτού το ορμητικό ρεύμα το πάρει και το παρασύρει πέρα. Ήταν η μαντάμ Νταβίντοβα. Η Βαλεντίνα ούρλιαζε. Η σκοτεινή της φιγούρα έπεσε στο νερό, εκεί μπροστά του.
«Όχι!» μούγκρισε εκείνος, «Βαλεντίνα, όχι!»
Το στόμα του ξαναγέμισε βρομιές. Τέντωσε το χέρι του και την άρπαξε απτα μακριά της μαλλιά, τα τύλιξε στα δάχτυλα του και την τράβηξε προς το μέρος του, ενάντια στο ρεύμα. Το κορμί ήταν μικρό κι ελαφρύ, αλλά η Βαλεντίνα κλοτσούσε και του φώναζε: «Άσε με να πάω!» Τον τραβούσε κι αυτόν κάτω. Εκείνος δεν σκόπευε να την αφήσει, θα πνιγόταν αμέσως. Ένα χέρι απλώθηκε απ’ τη σκάλα, κι ένα παλτό πετάχτηκε πάνω στην επιφάνεια του νερού. Εκείνος άρπαξε ένα μανίκι και είδε ότι το είχε δέσει στη σκάλα ο βουλευτής.
«Σπασίμπα», του γρύλισε.
Η Βαλεντίνα τώρα είχε ηρεμήσει, τυλιγμένη στα χέρια του κοιτούσε πίσω της το νερένιο μονοπάτι του καταρράκτη. Η μαντάμ Νταβίντοβα δεν φαινόταν πια. Ένα σιγανό μουγκρητό βγήκε από μέσα της, μια λυπημένη κραυγή ζώου, αλλά δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση όταν ο Γιενς τη σήκωσε πάνω στη σκάλα. Στο γκριζωπό και παγωμένο φως του χειμωνιάτικου πρωινού απόμειναν να στέκονται εκεί αγκαλιασμένοι και πολύ ταλαιπωρημένοι, μουσκεμένοι κι εξαντλημένοι στον έρημο δρόμο. Τα γόνατα του Νταβίντοφ λύγισαν, έκρυψε το πρόσωπο του μες στα χέρια του. Ο Γιενς δεν ήταν σε θέση ακόμη να αξιολογήσει το μέγεθος της δικής του αποτυχίας. Θα ερχόταν κι αυτή η ώρα, όταν θα ήταν μόνος του, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Προς το παρόν έσφιγγε πάνω του το τρεμάμενο κορμί της Βαλεντίνας, το κεφάλι της πάνω στο στήθος του, με το χέρι του χάιδευε απαλά τα βρόμικα μαλλιά της.
«Θα μπορούσα να τη σώσω», του ψιθύρισε και οι λέξεις πάγωναν κι άλλο το στόμα της.
«Όχι», της είπε. «Δεν μπορούσες».
Από μακριά άκουγε τα αυτοκίνητα που έτρεχαν. Είχε απόλυτη επίγνωση του μέλλοντος του που είχε ξεφύγει από τον έλεγχο του, σαν τα υπόγεια ρεύματα στα τούνελ που διέσχιζαν τα έγκατα της Αγίας Πετρούπολης.
17
Η Βαλεντίνα ήταν χωμένη στα μαξιλάρια της. Χιονονιφάδες χτυπούσαν στο παράθυρο της. Στις κόγχες του κούρνιαζαν χιονισμένα σχήματα, λεπτά σαν τον ιστό της αράχνης, παγωμένα κι ανεπιθύμητα όπως οι σκέψεις που τριβέλιζαν το μυαλό της.
Ο καιρός περνούσε. Δεν καταλάβαινε πόσος καιρός είχε περάσει. Δυο εβδομάδες, τρεις; Περισσότερες; Ήταν άρρωστη κι αυτό της θόλωνε το μυαλό1 ο πυρετός την έλιωνε από μέσα, τα νυχτικά της μούσκευαν από τον ιδρώτα, με τα πόδια της έκανε κουβάρι τα σεντόνια. Δεν παραπονιόταν. Τον περισσότερο καιρό που είχε τις αισθήσεις της καταλάβαινε ότι επρόκειτο για λοίμωξη των πνευμόνων λόγω των νερών του υπονόμου, αλλά όταν την έπιαναν εκείνοι οι τραγικοί σπασμοί ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για τιμωρία.